Η Παναγία της Τήνου, όντως, φημίζεται για τα θαύματά της, προσελκύοντας πλήθος πιστών που αναζητούν θεραπεία και παρηγοριά. Η ιστορία του τυφλού παιδιού από τον Πειραιά αποτελεί ένα συγκινητικό παράδειγμα της θεϊκής χάρης. Σύμφωνα με την αφήγηση, η μητέρα του παιδιού, όντας ευσεβής και βαθιά θρησκευόμενη, βίωνε αβάσταχτη θλίψη για την αναπηρία του γιού της. Απελπισμένη, στράφηκε με πίστη στην Παναγία, προσευχόμενη για ένα θαύμα
Η οικογένεια του τυφλού παιδιού
Συναρπάζει το Θαύμα της Μεγαλόχαρης Παναγίας με πρωταγωνιστή ένα τυφλό παιδί, τον Νίκο. Σε κάποια φτωχογειτονιά του Πειραιά ζούσε ένα τυφλό παιδάκι, ο Νίκος.
Η μητέρα του ήταν καλή, ευγενική, ευσεβής, ενάρετη. Ταχτικά πήγαινε στην εκκλησία και παρακαλούσε τον Χριστό να χαρίσει φως στο παιδί της.
Από την άλλη μεριά, ο πατέρας ήταν αδιάφορος στα θρησκευτικά ζητήματα. Ούτε στην εκκλησία πήγαινε, ούτε σταυρό έκανε. Πολλές φορές κορόιδευε τη γυναίκα του για τη θρησκευτικότητά της.
Η αρχική αντιμετώπιση του προβλήματος
Αρχικά, η μάννα έτρεξε σ’ όλους τους οφθαλμίατρους. Δεν υπήρχε θεραπεία με τίποτε. Δυστυχώς, κανένας γιατρός δεν μπορούσε να τη βοηθήσει αυτή και το παιδάκι της.
Η προσφυγή στην Παναγία της Τήνου για να βρεθεί λύση και ο άπιστος σύζυγος
Αφού έκλεισαν οι πόρτες της γης, η μάννα στράφηκε προς την αναζήτηση της λύσης στον ουρανό. Αποφάσισε να πάει το παιδί της στην Τήνο. Συγκεκριμένα είπε: ” Γιώργο, σκέφτηκα να πάω στην Τήνο.” και ο σύζυγός της απάντησε: “Τζάμπα θα χαλάσεις τα λεφτά σου. Δεν γίνεται τίποτα. Παρ’ το απόφαση. Ο Νίκος θα μείνει τυφλός.” Η μητέρα σταθερή στα πιστεύω της επέμεινε: “Εγώ με το παιδί θα πάμε στη χάρη Της. Που ξέρεις· τόσα θαύματα γίνονται κάθε χρόνο.”
Ο άπιστος πατέρας συνέχισε: “Θαύματα, είπες; Στ’ αλήθεια, γυναίκα, πιστεύεις στα παραμύθια των παπάδων; Αυτά είναι λόγια, για να πηγαίνει ο κόσμος και να εκμεταλλεύονται τους αφελείς. Να μην πας πουθενά. Εγώ λεφτά χαμένα δεν δίνω.” Τότε η μητέρα απάντησε: “Εγώ θα κοινωνήσω στην Τήνο. Θα πάω. Θέλω να πάω. Κάτι μου λέει μέσα μου να πάω. Για το Νίκο, το παιδί μου, ας πάμε μαζί. Έλα να παρακαλέσουμε τη Μεγαλόχαρη για το σπλάγχνο μας.”
Ο πατέρας με κοροϊδευτικό ύφος είπε: “Είσαι ανόητη, μου φαίνεται. Δεν πήγαμε σε «κοτζάμ» καθηγητάδες, δεν γυρίσαμε ένα σωρό γιατρούς; Όλοι δεν μας είπανε τα ίδια; Σε ρωτώ έχεις εσύ καμιά ελπίδα;” Η δύσμοιρη μάνα απάντησε: “Ναι έχω. Πιστεύω να με λυπηθεί η Μεγαλόχαρη. Ένα το ’χω η δόλια. Θα με καταλάβει.” Έπειτα ο πατέρας υποστήριξε: “Εγώ δεν τα πιστεύω αυτά. Αλλά, επειδή επιμένεις, πήγαινε μονάχη σου. Εγώ δεν έρχομαι.”
Ήταν κοντά ο Δεκαπενταύγουστος, η περίοδος της Παναγίας. Η Μαρία αποφάσισε να περάσει «δεκαπεντάρι» στην Τήνο. Δεκαπέντε μέρες νηστεία, προσευχή, αγρυπνία. Κάθε βράδυ πήγαινε στην Παράκλησι της Παναγίας. όπως είναι φυσικό, πολλές φορές κοινώνησε, πολλές φορές έκλαψε, δάκρυσε, παρακάλεσε την Παναγία για το άρρωστο παιδί της.
Η προσευχή της μάνας συγκινεί κάθε πιστό
Η προσευχή της δύστυχης μάνας ήταν ως εξής: “Ω! Γλυκιά του κόσμου Δέσποινα, ξέρεις τον μοναδικό, τον μεγάλο καημό της ζωής μου. Το παιδί μου είναι τυφλό, το μονάκριβο αγόρι μου. Όλα τα παιδιά, Παναγιά μου, βλέπουν, παίζουν, τρέχουν, χαίρονται τον ήλιο, τη θάλασσα, τα πάντα, γιατί το δικό μου να ζει στο σκοτάδι; Ο Γιός Σου, Παναγιά μου που θεράπευσε τόσους πολλούς τυφλούς, ανήμπορους, δυστυχισμένους, ας θεραπεύσει και το παιδί μου.”
Στις 15 Αυγούστου, όπως πάντα συμβαίνει, το νησί πλημμύρισε ξένους προσκυνητές. Από τα πέρατα της Ελλάδας έφθασαν πονεμένοι, άρρωστοι, παράλυτοι, για να ζητήσουν την θεραπεία, την βοήθεια της Μεγαλόχαρης. Η Μαρία σηκώθηκε απ’ τα μεσάνυχτα.
Αμέσως, με κομμένη ανάσα πήρε τον ανηφορικό δρόμο προς την θαυματουργή εικόνα. Σε λίγο ανέβαινε τα μαρμάρινα σκαλοπάτια κρατώντας το τυφλό παιδί της. Πλησίασε πάλι την Παναγία, με τα τόσα θαύματα.Γονάτισε μ’ ευλάβεια, με βουρκωμένα μάτια.
Η προσευχή του παιδιού και το θαύμα που συγκλονίζει
Μίλησε στην Παναγία λέγοντας: ” Παναγιά μου. Αύριο φεύγομε απ’ το μυρωμένο, τ’ όμορφο νησί σου. Κάμε το θαύμα σου, χρυσοπαναγιά μου. Θεράπευσε το γιο μου, που σού ’φερα στην χάρη Σου.
Ο Νίκος γονάτισε δίπλα στην μητέρα του και ψιθύρισε: “Μεγαλόχαρη, Είμαι τυφλό παιδί. Δεν βλέπω τη φύση, την όμορφη θάλασσα, τα πράσινα δένδρα. Κόσμο ακούω και κόσμο δεν βλέπω.Σήμερα που θα φύγουμε για το σπίτι μας, Παναγιά μου, σε παρακαλώ για τον πατέρα μου. Χάρισέ του φωτισμό και σύνεση.”Κάνε τον να πικραίνει λιγότερο την καλή μου μανούλα.Βοήθησε τον πατέρα μου να γίνει καλός άνθρωπος. Να μην βλαστημά, να πηγαίνει στην εκκλησία, να κάνει τον σταυρό του…” Ο Νίκος έκανε το σημείο του σταυρού. Τότε ένιωσε κάτι αλλιώτικο μέσα του. Έπειτα μισάνοιξε τα βλέφαρα.
Ξαφνικά κάτι άρχισε να διακρίνει. Έβλεπε μαύρες σιλουέτες να κινούνται. Αμέσως φώναξε με ενθουσιασμό και δέος: “Μάννα, βλέπω! βλέπω! βλέπω! Θαύμα! Θαύμα! Δοξασμένο τ’ όνομά Σου Παναγία μου!Μια μυριόστομη κραυγή ακούστηκε: «Θαύμα! Θαύμα!”
Η Μαρία, η συγκινημένη μάνα, έμεινε αρκετή ώρα δακρυσμένη μπροστά στην εικόνα της Παναγίας.Δεν πίστευε στα μάτια της. Έβλεπε το παιδί της να βλέπει και δόξαζε απ’ τα τρίσβαθα της καρδιάς της τον Θεό.
Μέσα στην χαρά γύρισαν στον Πειραιά. Ο άπιστος πατέρας, όταν είδε με τα μάτια του, το εκπληκτικό θαύμα συγκινήθηκε, έκλαψε και άλλαξε. Σταμάτησε τις ειρωνείες, άρχισε μ’ ευλάβεια να κάνει το σταυρό του, να πηγαίνει ταχτικά στην εκκλησία, εξωμολογούταν, κοινωνούσε και δόξαζε την δύναμη του Θεού. Δεν έλεγε κανένα πικρό και κακό σχόλιο πλέον. Στο σπίτι εκείνο υπήρχε πόνος, θλίψις, δάκρυα, σκοτάδι, βρισιά, ειρωνεία, βάσανα. Τώρα κυριαρχεί χαρά, ευτυχία, φως, τραγούδι.
Όσος καιρός και να περάσει αυτή η ιστορία θα μας συγκινεί! Παίρνουμε δύναμη και χαρά. Διαβάζοντάς τη σκεφτόμαστε ότι όλα έχουν κάποιο λόγο που συμβαίνουν και αν πιστεύουμε πολύ σε κάτι, αυτό θα γίνει.