Το σαφράν ή κρόκος στα ελληνικά, είναι γνωστό στους περισσότερους από εμάς σήμερα για τη χρήση του στη μαγειρική ή σαν συμπλήρωμα διατροφής.
Αυτές οι εύθραυστες κόκκινες κλωστές, που κόβονται από την καρδιά ενός μωβ κρόκου λουλουδιού, είναι ιδιαίτερα ακριβές, καθώς το σαφράν αποτελεί το πιο εκλεκτό μπαχαρικό. Μάλιστα, το μπαχαρικό πολλές φορές κοστίζει το βάρος του σε χρυσό.
Το φυτό αυτό έχει μια κρυμμένη ιστορία σαν βαφή, σαν πολυτελές υλικό για μαύρισμα αλλά και σαν τονωτικό σερατονίνης. Ακόμη, χρησιμοποιούταν σαν προϊόν ομορφιάς για την ελίτ, από τον Μέγα Αλέξανδρο έως τον Ερρίκο VIII.
Η προέλευσή του αποτελεί μυστήριο, με μαρτυρίες να τοποθετούν τις ρίζες του άγριου αυτού φυτού σε ημιάνυδρες περιοχές που εκτείνονται από την Ελλάδα, στην ανατολική Μεσόγειο μέχρι την κεντρική Ασία. Σήμερα, το Ιράν ηγείται της παγκόσμιας παραγωγής.
Ωστόσο, τον 15ο και 16ο αιώνα, ένα συγκεκριμένο μέρος της Αγγλίαςέγινε τόσο διάσημο παγκοσμίως για το σαφράν του, που η τοπική εμπορική πόλη μετονομάστηκε από Chepying Walden σε Saffron Walden.
Στη συνέχεια, όμως, και συγκεκριμένα το 1800, τα χωράφια του σαφράν στην Αγγλία εξαφανίστηκαν εντελώς.
Δύο χιλιάδες χρόνια μετά, ο γεωλόγος David Smale αποφάσισε να ξανακαλλιεργήσει σαφράν εκεί.
Οι «crokers», όπως ονομάζονται αυτοί που καλλιεργούν το μπαχαρικό αυτό, πρέπει να κάνουν διάλειμμα κατά τη διάρκεια του πακεταρίσματος του φυτού, για να μην τους πιάσει νευρικό γέλιο. «Έχει ξεχωριστή μυρωδιά. Είναι όμορφο και αρκετά μεθυστικό. Πρέπει να παίρνεις καθαρό αέρα κάθε λίγο γιατί λειτουργεί σαν ναρκωτικό σε μεγάλες ποσότητες».
Το φυτό αυτό έχει τη φήμη ότι προκαλεί αλλαγή διάθεσης ενώ βρέθηκαν γράμματα που αποκαλύπτουν ότι οι καλόγριες κατά το Μεσαίωνα ήταν εξαρτημένες από αυτό. Το έπαιρναν σαν διεγερτικό. Έτσι, θεωρείται ότι ο σαφράν αποτελούσε το… Prozac του Μεσαίωνα, δηλαδή το χρησιμοποιούσαν σαν χαλαρωτικό των αισθήσεων, κάτι σαν φυσικό ναρκωτικό.