Ο Clint Edwards είναι μπαμπάς, blogger και σύζυγος. Έχει πρωινή δουλειά, τρία παιδιά –εκ των οποίων το ένα είναι μωρό, και μία γυναίκα που «τρέχει» από το πρωί μέχρι το βράδυ. Έχει, επίσης, τη έντονη ανάγκη να εξομολογηθεί ένα λάθος του –το γεγονός ότι θεωρούσε τον εαυτό του σπουδαίο, επειδή ξυπνά τα βράδια για να ταΐσει το μωρό.
Μέχρι που το διόρθωσε και το ίδιο ελπίζει να κάνουν κι άλλοι μπαμπάδες (αφού πρώτα αρχίσουν να ξυπνούν κι εκείνοι κάθε βράδυ για το μωρό). Το παρακάτω πρέπει να το διαβάσετε και εσείς και ο άντρας σας.
” Συζητούσα κάποτε με την γυναίκα μου για τα ατελείωτα ξενύχτια που «τραβάμε» με το μωρό, όταν κάποια στιγμή της είπα «τουλάχιστον σηκώνομαι εγώ. Λίγοι είναι οι άντρες που το κάνουν αυτό. Θα έπρεπε να είσαι ευγνώμων.»
Ήμουν κουρασμένος. Και της το είπα σαν να είναι τρομερά τυχερή που με έχει. Σαν να ήμουν καλύτερος από εκείνη ως γονιός.
Η ώρα ήταν 7 το πρωί. Η Μαίρη σταμάτησε να μιλά και έγειρε πίσω στην καρέκλα της, με τον Άρη να κοιμάται στην αγκαλιά της. Τα μάτια της ήταν λίγο κόκκινα και τα καστανά μαλλιά της ήταν πιασμένα σε μια χαλαρή αλογοουρά. Κράτησε το μωρό λίγο πιο σφιχτά πάνω της και άκουσε με προσοχή αυτό που της είπα. Περίμενα ότι θα συμφωνούσε μαζί μου. Συχνά αναφερόμασταν σε μπαμπάδες που ξέραμε, οι οποίοι δεν ξυπνούσαν ποτέ για τα μωρά τους. Θεωρούσαν πως αυτό είναι δουλειά της μαμάς.
Δεν συμφώνησε, όμως.
Αντίθετα, σταύρωσε τα πόδια της, με κοίταξε στα μάτια και μου είπε «θα ήθελα να σταματήσεις να το λες αυτό».
Την περίοδο εκείνη η Μαίρη έκανε ένα μεταπτυχιακό, ήταν μαμά τριών παιδιών και εθελόντρια στο σχολείο των παιδιών (ήταν προϋπόθεση για να τα δεχτούν στο συγκεκριμένο σχολείο). Περνούσε ώρες καθισμένη στο τραπέζι της κουζίνας, σκυμμένη πάνω από ένα πληκτρολόγιο, με ένα μπλοκάκι στα δεξιά της, και τουλάχιστον ένα παιδί να προσπαθεί να σκαρφαλώσει στο πόδι της.
Και παρά την αφοσίωσή της στις σπουδές της, και το πόσο εγώ την βοηθούσα, συχνά μιλούσε για την πίεση που ένιωθε προκειμένου να κρατήσει το σπίτι καθαρό –αλλά και να πάει τα παιδιά στον παιδίατρο, να μαγειρέψει, να πάει τα παιδιά στις απογευματινές τους δραστηριότητες, να τα φροντίζει για να είναι καθαρά και υγιή και παράλληλα να τα διαπαιδαγωγεί.
Ήταν και φοιτήτρια και μαμά, κι όμως ένιωθε μια τρομακτική πίεση να φροντίζει αποκλειστικά εκείνη τα παιδιά μας. Και εκεί ήμουν κι εγώ, να θρέφω τις προσδοκίες μου αναφέροντας την βοήθειά μου τα βράδια, σαν να ήταν μία τρομερά γενναιόδωρη προέκταση του ρόλου μου ως πατέρας.
Φυσικά, δεν τα σκέφτηκα όλα αυτά την στιγμή εκείνη. Αυτό που είπα ήταν ο τρόπος μου να την κάνω να προσέξει την συμβολή μου στον γάμο μας. Ως πατέρας, συχνά νιώθω σαν να «σπάω το καλούπι» που βοηθάω ουσιαστικά στο σπίτι. Όταν γυρίζω από την δουλειά πολλές φορές καθαρίζω. Ξυπνάω τα βράδια και κάνω πολλά άλλα πράγματα για να βοηθήσω να είναι ο γάμος μας συντροφικός. Αλλά για κάποιον λόγο, ένιωθα σαν να δικαιούμαι ιδιαίτερη προσοχή επειδή έκανα πράγματα που, για πολλά χρόνια, έχουν θεωρηθεί δουλειές της μαμάς.
Φορούσα ένα παντελόνι δουλειάς και ένα κολλαριστό πουκάμισο. Στο δεξί μου χέρι κρατούσα μία τσάντα με το μεσημεριανό μου φαγητό. Σταμάτησα μια στιγμή, έκανα ένα βήμα πίσω και της είπα «Γιατί; Θέλω να πω, αλήθεια είναι. Κάνω πολλά πράγματα που άλλοι μπαμπάδες δεν τα κάνουν. Είμαι καλός σύζυγος!»
Η Μαίρη σηκώθηκε, με το μωρό στην αγκαλιά της. Τα δύο μεγαλύτερα παιδιά μας κοιμόντουσαν ακόμα, οπότε μιλούσαμε ψιθυριστά. «Γιατί δεν με κάνει να νιώθω σα να ήμαστε συνεργάτες. Με κάνει να νιώθω σαν να θέλεις να σε προσκυνώ κάθε φορά που ξυπνάς το βράδυ για το μωρό. Είναι και δικό σου μωρό, ξέρεις.»
Ανταλλάξαμε κάποιες κουβέντες για λίγη ώρα. Μου είπε πόσο εκτιμούσε όσα κάνω για να την βοηθάω στο σπίτι, αλλά δεν της άρεσε ο τρόπος που φερόμουν σαν να κάνω κάτι τρομερά σπουδαίο, ενώ στην πραγματικότητα έκανα αυτό που κάθε άντρας θα έπρεπε να κάνει.
Η πρώτη -ανόητη- αντίδρασή μου ήταν να τσαντιστώ. Ήθελα να της κάνω μία λίστα με άλλους μπαμπάδες που ξέραμε, φίλους και συγγενείς, οι οποίοι παραμένουν προσκολλημένοι στους παραδοσιακούς ρόλους του κάθε φύλου. Άνοιξα το στόμα μου, αλλά σταμάτησα. Σκέφτηκα τι ένιωθα εκείνη τη στιγμή και προτίμησα να φύγω για την δουλειά πριν πω κάτι που δεν θα έπρεπε.
Έτσι, οδήγησα μέχρι την δουλειά μέσα στα νεύρα.
Ήμουν σχεδόν 20 λεπτά κολλημένος στην κίνηση όταν θυμήθηκα την τελευταία φορά που έπλυνα τα πιάτα. Θεωρούσα ότι θα έπρεπε να με επαινούν γι’αυτό, να μου δίνουν βραβεία, όμως για πρώτη φορά αναρωτήθηκα, Γιατί; Έφαγα κι εγώ σε αυτά τα πιάτα. Μετά σκέφτηκα τότε που έβαλα σκούπα, ή που έβαλα πλυντήριο και άπλωσα, και συνειδητοποίησα ότι είχα τις ίδιες προσδοκίες και για αυτές τις δουλειές και ξαφνικά ένιωσα εντελώς μα**ας. Το ότι η Μαίρη θα ήταν υπεύθυνη για την φροντίδα των παιδιών και του σπιτιού ήταν τόσο βαθιά ριζωμένο στην αντίληψή μου για την οικογένεια και την συμβολή του καθενός που ανέβαζα τον εαυτό μου σε βάθρο επειδή έκανα κάτι τόσο απλό, όσο το να βοηθάω την γυναίκα μου με το μωρό μας τα βράδια.
Μέχρι να παρκάρω και να περπατήσω ως το γραφείο, είχα αρχίσει να νιώθω πολύ μικρός.
Τηλεφώνησα στη Μαίρη από την δουλειά και της είπα ότι λυπάμαι. «Έχεις δίκιο», της είπα. «Είμαστε σύντροφοι και συνεργάτες και δεν θα πρέπει να φέρομαι σαν να κάνω κάτι εξαιρετικό, επειδή ξυπνάω τα βράδια. Θα σταματήσω.»
Η Μαίρη σώπασε για μια στιγμή. Μετά μου είπε «ευχαριστώ». “