Το καφενείο ως φάση είναι συγκεκριμένη πάνω-κάτω στο μυαλό σου: Το βρίσκεις στην καρδιά κάποιας λαϊκής γειτονιάς, στην πλατεία ενός χωριού ή κάτω από έναν μεγάλο πλάτανο.
Είτε συστημένος από άλλον μερακλή, είτε απλά περαστικός κάθεσαι στο σιδερένιο τραπεζάκι και τις ψάθινες καρέκλες. Και αφού σε καλωσορίσει ο καφετζής ή προσφερθεί κάποιος από τους υπόλοιπους παρευρισκόμενους να σε κεράσει, παραγγέλνεις τον ελληνικό, την πορτοκαλάδα ή το λουκουμάκι σου. Ε, φαντάσου όλο αυτό το σκηνικό, με την ίδια αύρα παράδοσης που φέρνει κοντά τους ανθρώπους (και ειδικά τους Έλληνες), αλλά χωρίς… καφετζή!
Χωρίς αφεντικό, χωρίς διεύθυνση, με άπαντες να εναλλάσσονται στον ρόλο του υπαλλήλου και του πελάτη.
Μπορεί να μοιάζει ένα ουτοπικό, ρομαντικό όνειρο, αλλά είναι ταυτόχρονα και μια απτή πραγματικότητα:
Ο θρυλικός «Έμπολος» στα Λεπτόποδα της Χίου!
Στην καρδιά του ορεινού χωριού που βρίσκεται 60 χλμ. μακριά από την πόλη (και είναι χτισμένο ανάμεσα στα βουνά της Αμανής και του Πελινναίου) στέκεται το ιστορικό αυτοδιαχειριζόμενο καφενείο. Ένα παραδοσιακό καφε-παντοπωλείο μιας άλλης εποχής, χωρίς κερδοσκοπικό χαρακτήρα.
Και μοναδικό σκοπό της αναβίωσής του από τους δυο συλλόγους του χωριού να εξυπηρετεί τους χωριανούς και όποιο περαστικό επισκέπτη, κυνηγό, τουρίστα κλπ. βρεθεί στον φιλόξενο αυτό τόπο.
Αυτό που το κάνει όμως ξεχωριστό είναι ο τρόπος που τους εξυπηρετεί. Διότι βασίζεται στον ορισμό του self-service!
Σε οποιαδήποτε ώρα και μέρα του χρόνου βρεθείς εκεί οι πόρτες του θα είναι ανοιχτές για σένα.
Αν δεν είναι, θα υπάρχει πάντοτε ένα κλειδί στο παράθυρο.
Και αφού μπεις μέσα, θα περάσεις πίσω από τον πάγκο και θα φτιάξεις μόνος την παραγγελία τη δική σου ή της παρέας σου.
Δόξα τω Θεώ, υπάρχουν όλα τα απαραίτητα σύνεργα.
Τα ράφια είναι γεμάτα με παλιές συσκευασίες προϊόντων ενός μπακάλικου.
Βιώνοντας Λοιπόν μια όμορφη μυσταγωγία, θα ετοιμάσεις για τον εαυτό και τους φίλους σου όλα τα καλούδια που μπορείς να βρεις σ’ ένα καφενείο:
Από καφέ στο μπρίκι, πορτοκαλάδα ή βυσσινάδα, μέχρι γλυκό του κουταλιού και το θρυλικό…
υποβρύχιο. Κι όλα αυτά ενώ οι «αρμοδιότητες» μοιράζονται στο πλαίσιο μιας υπέροχης (όσο και σπάνιας στις μέρες μας) συλλογικότητας:
Άλλος στο γκαζάκι, άλλος στις παραγγελίες και το σερβίρισμα, άλλος να τακτοποιεί τις καρέκλες και να συμμαζεύει τον χώρο πριν την αναχώρηση. Με συνεργασία, συντροφικότητα και χωρίς… λογαριασμό.
Μόνη «υποχρέωση», μόνο καθήκον που στηρίζεται στην ευσυνειδησία του καθενός είναι να ρίξεις ό,τι θέλεις (και αν θέλεις) σ’ έναν μικρό κουμπαρά.
Ένα μικρό κουτί που μεταφορικά κλείνει μέσα του αγάπη και κυριολεκτικά κλείνει τους απαραίτητους πόρους για να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του καφενέ.
Αυτού του όμορφου χώρου που αναπτύσσει τέτοια συναισθήματα, ώστε δεν βρέθηκε κανείς ως τώρα που να μην τον σεβαστεί.
Και συνεχίζει να διδάσκει με τη φιλοσοφία του πόσο ομορφότερο (και συνάμα λειτουργικό) είναι το «όλοι μαζί»…