in

Τι απέγινε το αγοράκι της “Έκτης Αίσθησης”

Ένα πρωινό του 1992, ο 4χρονος Χέιλι Τζολ Όσμεντ περπατούσε σε ένα εμπορικό κέντρο με τη μητέρα του, όταν τους σταμάτησε ένας ατζέντης και ζήτησε να φωτογραφήσει τον μικρό.

Αφού τράβηξε δυο φωτογραφίες, έδωσε την κάρτα του στη μητέρα και της πρότεινε να συνεργαστούν, γιατί προέβλεπε ένα λαμπρό μέλλον για τον ξανθό, γαλανομάτη μπόμπιρα.

Η ιδέα δεν προκάλεσε τεράστια έκπληξη στην οικογένεια, γιατί και ο πατέρας του μικρού, ο Γιουτζίν, ήταν ηθοποιός, αν και δεν κατάφερε ποτέ να γίνει γνωστός.

Τελικά αποφάσισε να θυσιάσει τη δική του καριέρα για να βοηθήσει τον γιο του, που όλα έδειχναν ότι θα είχε καλύτερες προοπτικές.

Άρχισαν να πηγαίνουν σε οντισιόν και σύντομα ο Χέιλι έκλεισε την πρώτη του δουλειά, μια διαφήμιση για την Pizza Hut.

Λίγο καιρό αργότερα, ήρθε και η δεύτερη μεγάλη πρόταση, αυτή τη φορά για μία τεράστια χολιγουντιανή παραγωγή, με πρωταγωνιστή τον Τομ Χανκς.

Η ταινία ήταν το “Φόρεστ Γκαμπ” και ο Χέιλι θα υποδυόταν τον γιο του.

37126

Η συνεργασία του Χέιλι με τον Χανκς ήταν εξαιρετική. Ο Χανκς τον βοηθούσε να απομνημονεύσει τα λόγια του και μάλιστα στην τελευταία σκηνή της ταινίας, επειδή έτυχε να αλλάξει το σενάριο λίγο πριν από το γύρισμα, ο μεγαλύτερος ηθοποιός έκατσε και έγραψε τα λόγια του Χέιλι σε ένα χαρτί και τα έκανε πρόβα μαζί του. Ο Χέιλι κράτησε το χαρτί και το έχει μέχρι και σήμερα.

[youtube https://www.youtube.com/watch?v=vMIkqVRtXzw?rel=0&showinfo=0]

Η «Έκτη Αίσθηση» Ο Γιουτζίν ανέλαβε την εκπαίδευση του γιου του και τη διαχείριση της καριέρας του.
Μετά από το Φόρεστ Γκαμπ, εμφανίστηκε σε πολλές τηλεοπτικές σειρές και σε κάθε συνεργασία εντυπωσίαζε τους ενήλικους με τον επαγγελματισμό του.

Ο Γιουτζίν ήταν αυστηρός δάσκαλος και απαιτούσε ο Χέιλι να ξέρει τέλεια τα λόγια του, να έχει μελετήσει εις βάθος το σενάριο και να μην γκρινιάζει ποτέ για τα πολύωρα γυρίσματα.

38118

To 1998, όταν ο σκηνοθέτης M. Night Shyamalan έψαχνε έναν νεαρό ηθοποιό για την ταινία του, “Έκτη Αίσθηση”, ο Χέιλι και ο Γιουτζίν δούλευαν μαζί σαν καλοκουρδισμένη μηχανή. Όταν ο 10χρονος Χέιλι εμφανίστηκε μπροστά στον σκηνοθέτη για την οντισιόν είχε ήδη διαβάσει το σενάριο δύο φορές και είχε αποστηθίσει τα λόγια του.

Είχε συζητήσει με τον πατέρα του για το βαθύτερο νόημα της ταινίας και είχαν καταλήξει ότι δεν επρόκειτο απλώς για μια ιστορία τρόμου και φαντασμάτων, αλλά αφορούσε στην ανάγκη των ανθρώπων για επικοινωνία. Όταν ο Χέιλι ολοκλήρωσε την οντισιόν και έφυγε απ’ το δωμάτιο, ο Shyamalan γύρισε στον βοηθό του και είπε: “Δεν θέλω καν να γυρίσω την ταινία αν δεν έχω αυτό το παιδί. Οποιοσδήποτε άλλος θα είναι απλά σαν μια φτηνή απομίμηση”.

Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, ο Γιουτζίν βρισκόταν πάντα στο πλευρό του γιου του για να τον καθοδηγεί. Σε μια σκηνή δεν μπορούσε να κλάψει και ο πατέρας του είπε στον Μπρους Γουίλις να του φωνάξει. Ο Γουίλις δίστασε μέχρι που ο Γιουτζίν του εξήγησε ότι ο Χέιλι γνώριζε ότι υποκρινόταν, αλλά δεν άντεχε τις δυνατές κραυγές και ήταν σίγουρο πως τα δάκρυα θα άρχιζαν να τρέχουν.

Σε μια άλλη σκηνή που έπρεπε να φαίνεται έκπληκτος και τρομοκρατημένος, ο Χέιλι όρμηξε με όλη του τη δύναμη στον τοίχο και χτύπησε δυνατά το κεφάλι του.

Για την ερμηνεία του στην ταινία, ο Χέιλι προτάθηκε για Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου σε ηλικία μόλις 11 χρόνων. Την περίοδο των Όσκαρ είχε κυκλοφορήσει η φήμη ότι ο Χέιλι είχε βάλει τα κλάματα όταν έχασε τη Χρυσή Σφαίρα.

Σύμφωνα με τον ίδιο, είχε κοπεί με το μαχαίρι που έτρωγε την ώρα που ανακοινώνονταν οι υποψήφιοι και έκλαψε απ” τον πόνο. Τελικά έχασε και το Όσκαρ, αλλά η καριέρα του είχε αρχίσει να απογειώνεται. Ο Όσμεντ πλέον αντιμετωπίζονταν ως ένας σοβαρός ηθοποιός του Χόλιγουντ και η αμοιβή του έφτανε τα 2 εκατομμύρια δολάρια.

Τo 2000 συνεργάστηκε με τον Κέβιν Σπέισι και τη Χέλεν Χαντ στην ταινία “Χωρίς Αντάλλαγμα” και το 2001 στην “Τεχνητή Νοημοσύνη” του Στίβεν Σπίλμπεργκ. Και οι δύο ταινίες σημείωσαν μικρή επιτυχία, ενώ η δεύτερη έδωσε στον Όσμεντ και μία από τις πρώτες αρνητικές κριτικές της καριέρας του.

Το 2003 εμφανίστηκε με τον Μάικλ Κέιν και τον Ρόμπερτ Ντουβάλ στο “Secondhand Lions”. Ήταν άλλη μία εμπορική αποτυχία, που ουσιαστικά τερμάτισε την καριέρα του έφηβου Όσμεντ. Ήταν 15 χρονών, έφηβος πλέον, με βαρύτερη φωνή και πιο ενήλικη εμφάνιση.

Δεν του ταίριαζαν οι παιδικοί ρόλοι που τον έκαναν διάσημο και έπρεπε να ξεκινήσει πάλι απ’ το μηδέν. Ο Γιουτζίν τον είχε συμβουλεύσει ότι τα παιδιά ηθοποιοί έχουν δύο καριέρες: μία ως παιδιά και μία ως ενήλικες. Η μετάβαση απαιτεί πολλή σκληρή δουλειά και τύχη δεν γίνεται αυτόματα.

Ο Όσμεντ συνέχισε να δουλεύει, αλλά όλες οι ταινίες απέτυχαν παταγωδώς. Είτε δεν έφταναν καν στο σινεμά είτε διακόπτονταν τα γυρίσματα γιατί δεν υπήρχαν χρήματα.

Τελικά, αποφάσισε να επιστρέψει στο σχολείο και να ζήσει σαν ένας φυσιολογικός έφηβος. Αποφοίτησε με άριστα και ετοιμάστηκε να πάει στη Νέα Υόρκη για σπουδές.

39107

Το καλοκαίρι πριν από το πανεπιστήμιο, το έριξε λίγο έξω. Μετά από μια συναυλία των Muse, οδήγησε μεθυσμένος. Τράκαρε με ένα γραμματοκιβώτιο και το αυτοκίνητο αναποδογύρισε. Τραυμάτισε τα πλευρά του και συνελήφθη για οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ και για κατοχή μικροποσότητας μαριχουάνα.

Αφέθηκε ελεύθερος υπό περιοριστικούς όρους και φανερά μετανιωμένος. Σπούδασε στη δραματική σχολή του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, ενώ παράλληλα εμφανίστηκε σε μερικές θεατρικές παραστάσεις, ιντερνετικά βίντεο και μουσικά κλιπ.

Η μοναδική επαφή που είχε με τη χολιγουντιανή σόου μπιζ ήταν μέσω της μικρότερης αδερφής του, Έμιλι, που έπαιζε στην τηλεοπτική σειρά Hannah Montana μαζί με τη Μάιλι Σάιρους.

Τα τελευταία χρόνια έχει κάνει προσπάθειες να επιστρέψει αν και τίποτα πια δε θυμίζει τον νεαρό που γνωρίσαμε στην έκτη αίσθηση. Συνεργάστηκε σε δύο ταινίες με τον σκηνοθέτη Κέβιν Σμιθ, τα κωμικά θρίλερ “Tusk” και “Yoga Hosers” και έπαιξε στην κωμωδία “Sex Ed”, μία ανεξάρτητη παραγωγή που δεν απέφερε κέρδη για κανέναν από τους συντελεστές.

Το μεγάλο comeback αναμένεται να γίνει με την ταινία “Entourage”, που είναι η κινηματογραφική μεταφορά της ομώνυμης δημοφιλούς τηλεοπτικής σειράς.

Πώς θα έμοιαζαν σήμερα οι θρυλικοί σταρ του σινεμά με τη βοήθεια του Photoshop!

«Πώς μπορούσαν κι έδειχναν τόσο ευχαριστημένοι με τόσο λίγα οι άνθρωποι τη δεκαετία του ’60;»