Το πρώτο πράγμα που πέταξε η μητέρα μου από την αποθήκη ήταν τα λατρεμένα περιοδικά. Την Πάτυ, την Μανίνα και την Κατερίνα. Δεν της μιλούσα για μέρες όταν το ανακάλυψα, θα ήμουν τότε 20 ετών. Ήταν σαν να μου ξερίζωσε την καρδιά.
Δεν ξέρω αν θα ήθελα να ανατρέξω ποτέ στις σελίδες τους. Αλλά το σίγουρο είναι πως ήθελα να υπάρχει η αύρα τους, από εκείνα τα χρόνια της αθωότητας που περίμενα πως και πως να βγουν τα περιοδικά στα περίπτερα και να τρέξω να τα αγοράσω. Μετά να κλειστώ στο δωμάτιό μου και να ταξιδέψω στις σελίδες τους και να ζήσω ξανά και ξανά τον έρωτα της Πάττυ με τον Τζον που τελικά δεν κατάφερε ποτέ να κατακτήσει.
Μια απίθανη αγωνία, μια φορά το 15θήμερο (γιατί τότε έβγαινε η Πάττυ, κι αν θυμάμαι καλά, κάθε δεύτερη Πέμπτη). Είχα ταυτιστεί τόσο με εκείνο το ευαίσθητο και όμορφο κορίτσι που παρόλο που ντυνόταν μοντέρνα και φορούσε έντονη μάσκαρα, ήταν αθώο και ζούσε μονίμως σε ένα ροζ σύννεφο. Η φωνή της πραγματικότητας ήταν πάντα η φίλη της – μου διαφεύγει το όνομα- μια τσαούσα που της έδινε μερικά «λεκτικά» χαστούκια μπας και την ξυπνήσει.
Όμως η Πάττυ μου, δεν με πρόδωσε ποτέ. Παρέμεινε ένα γλυκό χάπατο, με το οποίο είχα ταυτιστεί πλήρως στα 13 μου χρόνια, που δεν μπορούσε να κερδίσει την καρδιά του Τζον.
Όσο για τον Τζον, ήταν το τέλειο – «χαζό» αλλά κούκλος- αγόρι που ήταν μονίμως «αλλού» και φερόταν σαν να μην καταλάβαινε τα άτσαλα σήματα συμπάθειας και όχι μόνο που του έστελνε η Πάττυ. Όπως όλα τα αγόρια εκείνης της ηλικίας, για να μην πω κάθε ηλικίας.
Στο μεσοδιάστημα του 15θημερου γλύκαινα τον καημό μου με το τι θα κάνει η Πάττυ με τον Τζον επιτέλους, με την Μανίνα.
Άλλες ιστορίες κόμικ εκεί με αγαθές και καλές έφηβες πρωταγωνίστριες που κυνηγούσαν τον ωραίο του σχολείου και έπεφταν σε τρελές γκάφες. Ταυτιζόσουν τόσο πολύ με όλα αυτά τα χάρτινα αλλά «αληθινά» κορίτσια που δεν ήθελες να χάνεις στιγμή από τη συνέχεια.
Όταν τελείωνε η «μελέτη» του κόμικ σιερά είχαν τα σιδερότυπα με τα λογότυπα συγκροτημάτων, σειρών και τα κεφάλια πρωταγωνιστών. Μετά οι αφίσες, με τις οποίες είχα γεμίσει τη ντουλάπα μου και την πόρτα του δωματίου μου. Όσο για τις συνεντεύξεις και τα άρθρα, κρατούσα ξεχωριστό «αρχείο» όπου κολλούσα όλα τα άρθρα των αγαπημένων μου πρωταγωνιστών. Τότε θυμάμαι είχα φάει κόλλημα με τον Ρομπ Λόου καθώς εκείνη την εποχή έκανε επιτυχία το Μπαράκι του Σεντ Έλμο… Τι σας είπα τώρα…
Μια σειρά απο αφίσσες που είχα γεμίσει το δωμάτιό μου κατά καιρούς ήταν με τους Άγγελους του Τσάρλυ, την Βιονική Γυναίκα, τους Ντιούκς, το Fame, και αργότερα τον Ντέιβιντ Χάσεχολφ, τον Ιππότης της Ασφάλτου που καλούσε το αμάξι του μιλώντας από το ρολόι του τύπου «Κιτ έλα να με πάρεις από το ποτάμι» – γι’ αυτό και τότε όλοι θέλαμε ρολόι. Όχι για να βλέπουμε την ώρα, αλλά για να το φέρνουμε στο στόμα μας και να φωνάζουμε τον «Κιτ»
Η Κατερίνα τώρα, βγήκε μετά από την Μανίνα και απευθυνόταν σε λιγότερο ρομαντικά κορίτσια. Αλλά μια χαρά δουλειά έκανε με τις αφίσες της, τα σιδερότυπά της και τα άρθρα της. Θυμάμαι ότι μέσω της Κατερίνας αλληλογραφούσα και με άλλα κορίτσια από την Ελλάδα που ανταλάσσαμε αφίσες. Αν είναι δυνατόν!
Στο τσακίρ κέφι, όταν τα είχα ξεκοκκαλίσει όλα, αγόραζα και κανένα Μπλεκ και φυσικά μια φορά τον μήνα Σούπερ Κατερίνα που ήταν πιο μεγάλο σε μέγεθος, δηλαδη πολύ πιο μεγάλο, για να πάρω την κεντρική αφίσα που βρισκόταν στη μέση του περιοδικού. Και φυσικά δεν ξεχνώ το Αφισόραμα που ήταν η χαρά της αφίσας από συγκροτήματα όπως οι Ντουράν Ντουράν και οι Γουάμ, μέχρι αφίσες ταινιών, όπως το Καράτε Κιντ, Top Gun με τον Τομ Κρουζ (όπου είχαμε ράψει όλοι σήματα στα τζάκετ μας και κυκλοφορούσαμε σαν τους τυφλούς με φο γυαλί ρέιμπαν κι ας ήταν βράδυ).
Κι ακόμα κόβαμε τα εξώφυλλα που είχαν και Έλληνες χοτ της εποχής όπως ο Σταμάτης Γαρδέλης, η Βιουγκλάκη, η Βίσση και τόσοι άλλοι.
Θα μπορούσα να γράφω μέρες για αυτά τα περιοδικά και για εκείνη την εποχή. Δεν ξέρω αν ήταν αθώα, ή ήμασταν εμείς οι αθώοι τελικά. Το σίγουρο είναι πως ήταν μοναδικά χρόνια που και μόνο το γεγονός ότι δεν θα ξαναγυρίσουν τα κάνει τα πιο γοητευτικά της ζωής μας.