Υπάρχει ένας στίχος του Έντγκαρ Άλαν Πόε που εκφράζει απόλυτα το φαινόμενο “Θανάσης Βέγγος”. Κάλπασε γερά αν το Ελντοράντο αναζητάς κι ο Θανάσης Βέγγος αυτό έκανε στη ζωή του.
Το ασταμάτητο τρέξιμο ήταν ο καλπασμός του για να αγγίξει την ουτοπία. Ναι, κι ας μην έφτανε πότε σε αυτήν, απλά να νιώσει για λίγο ότι υπάρχει και κάτι άλλο από τη δυστοπία στην οποία καταδικάστηκε να παλεύει για να επιβιώσει. Δεν ήταν ο μόνος φυσικά. Πολλοί, πάρα πολλοί, έκαναν (και κάνουν) το ίδιο. Αν αυτός ξεχώρισε και τον μνημονεύουμε, είναι γιατί δέχτηκε να βάλει στους ώμους του τους καημούς και τις ελπίδες ενός λαού που υπέφερε. Μια αποστολή που χωρίς να ρωτήσει τη δέχτηκε γιατί κάπως έπρεπε να “σπάσει” το έρεβος που είχε “πνίξει” την Ελλάδα.
Ο Βέγγος τρέχει -πάντα θα τρέχει- για να προλάβει το όνειρο της ευτυχισμένης ζωής που μας αφήνει. Να προλάβει την ομορφιά και να μας τη δωρίσει μέσα από το κρυστάλλινο χαμόγελο του και το μοναδικό του γέλιο. Ο Βέγγος τρέχει για να σηκώσει το παχύ στρώμα σκόνης που έχει κάτσει στο έδαφος, στα σώματα, στις ψυχές μας και να το διαλύσει. Για τον Βέγγο όλα έπρεπε να είναι καθαρά. Η σκόνη και η βρωμιά δεν του άρεσαν, τον βασάνιζαν, τον “έπνιγαν”. Ήθελε να νιώθει ελεύθερος. Γι’ αυτό και έτρεχε, κι ας ήξερε ότι Ελντοράντο δεν θα βρει πουθενά.
Ο “ΘΑΝΑΣAΚΗΣ”, Η ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ ΚΑΙ Ο ΚΟΥΝΔΟΥΡΟΣ
Ο Θανάσης Βέγγος γεννήθηκε στο Νέο Φάληρο, λαϊκό προάστιο τότε, τον Μάιο του 1927. Κατάγεται από τα Θολάρια της Αιγιάλης από την πλευρά της του Ευδοκίας, του γένους Ιωάννη Σμυρνή. Η γιαγιά του η Μαρουλιώ ήταν πρακτική μαία στα Θολάρια της Αμοργού. Ήταν το μοναχοπαίδι του κυρ Βασίλη και της κυρά Ευδοκίας που κατάφεραν να δώσουν στον Θανάση μόνο τις εγκύκλιες σπουδές. Ο πατέρας του ήταν υπάλληλος στο εργοστάσιο της Ηλεκτρικής Εταιρίας στο Φάληρο. Μάλιστα, επί Κατοχής, αγωνίστηκε προκειμένου να το σώσει από την ανατίναξη που σχεδίαζαν οι Γερμανοί. Οι μαρτυρίες λένε ότι η Εταιρία σώθηκε χάρη στην πρωτοβουλία του Βασίλη Βέγγου και τον αγώνα του. Αργότερα, το ελληνικό κράτος τον απέλυσε επειδή ήταν αριστερός, οπότε η άσχημη οικονομική κατάσταση της οικογένειας έγινε χειρότερη. Ο Θανάσης βγήκε στο μεροκάματο, όπου και όποτε το έβρισκε. Δούλεψε κυρίως στην επεξεργασία δερμάτων, πουλούσε πάγο, κι ήταν το παιδί για τα θελήματα όλης της γειτονιάς. Ήταν ο αγαπητός σε όλους “Θανασάκης”, σβέλτος, πρόθυμος, καλός.
Αργότερα βρέθηκε στη Μακρόνησο εξαιτίας των πολιτικών του φρονημάτων. Εκεί, στο νησί της εξορίας βίωσε τον εξευτελισμό ενός λαού, έμαθε να υπομένει, υιοθέτησε την αξιοπρέπεια ως στάση ζωής. Ο αέρας που λυσσομανούσε γύρω του, γέμιζε τα πάντα με σκόνη. Αυτή τη σκόνη κυνηγούσε μια ζωή ο Βέγγος, τόσο στις ταινίες, όσο και στην καθημερινότητα του. Στη Μακρόνησο γνώρισε τον Νίκο Κούνδουρο κι αυτός ήταν που άλλαξε την πορεία του Βέγγου. Η βιογραφία του μέχρι τον χειμώνα του 1953, όταν και τον καλεί ο Κούνδουρος να παίξει στη “Μαγική Πόλη”, δεν διαφέρει και τόσο απ’ αυτή των άλλων Ελλήνων εκείνης της εποχής που αγωνίζονταν να επιβιώσουν υπό δύσκολες συνθήκες.
Ο ΒΕΓΓΟΣ ΣΤΗ “ΜΑΓΙΚΗ ΠΟΛΗ”
Ο ηθοποιός Βέγγος, λοιπόν, δεν θα υπήρχε αν δεν ήταν η Μακρόνησος και ο Κούνδουρος. Ο πρόσφατα εκλιπών σκηνοθέτης είχε πει γι’ αυτόν τον Ιούλιο του 2000: “Τον αγάπησα από την πρώτη στιγμή που τον είδα κουρελή φαντάρο στο Μακρονήσι και τον αγαπάω και τώρα, σεμνά καθισμένο στη δόξα που δίκαια κατέκτησε”. Ο Κούνδουρος κάτι είδε στον Βέγγο και παρά τις δυσκολίες και τις κακουχίες της περιόδου και του τόπου, τον σκεφτόταν να αλωνίζει στο κινηματογραφικό κάδρο, γι’ αυτό και του είχε υποσχεθεί να παίξει σε ταινία αφού απολύονταν από τη Μακρόνησο.
Ο Βέγγος ποτέ δεν ξέχασε τη συνάντηση με τον σκηνοθέτη και, σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του, βεβαιώνει ότι χωρίς αυτόν δεν θα υπήρχε ούτε ο καλλιτέχνης, αλλά ούτε και ο άνθρωπος Βέγγος!
“Ο Κούνδουρος. Ο Νίκος Κούνδουρος. Αν δεν συναντιόμαστε στον Στρατό δεν θα υπήρχε στο πανί ούτε Θανάσης, ούτε Βέγγος. Δούλευα σ’ ένα πατάρι τα δέρματα. Στον Στρατό μαζευτήκαμε μια ομάδα για να σκαρώσουμε μια παράσταση. Ο Κούνδουρος ήταν σκηνογράφος. Μια μέρα μου λέει: Θανάση, όταν απολυθούμε θα παίξεις σε μια ταινία που θα φτιάξω. Γύρισα στο πατάρι κι ούτε που το θυμόμουνα. Έτσι, όταν ήρθε να με βρει, δεν είχα καμία διάθεση και αρνήθηκα. Η επιμονή του όμως ήταν τέτοια, που στο τέλος με κατάφερε”
“Η μαγική πόλη” (1955) αποτελεί την πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση του Βέγγου. Το “Magic City” είναι χώρος λαϊκής διασκέδασης στο κέντρο της Αθήνας, αρχές της δεκαετίας του ’50, ένας απ’ αυτούς που σιγά σιγά κάνουν την εμφάνιση του προσφέροντας σφαιριστήρια, σκοποβολή και προσωπική διέξοδο στις αγωνίες μιας νεολαίας που δεν είχε άλλους τρόπους να εκφραστεί. Σε αυτή την πόλη υπάρχει μια δεύτερη, ρεαλιστική, το Δοργούτι, φτωχοσυνοικία της Αθήνας γεμάτη προσφυγικές οικογένειες που πάλευαν να ξεφύγουν από την κακή τους μοίρα. Ο Βέγγος πουλάει λεμόνια στη λαχαναγόρα, μέλος της παρέας των νεαρών βιοπαλαιστών που ονειρεύονται κάποια στιγμή να πιάσουν την καλή. Ο ήρωας που υποδύεται ονομάζεται “Θανάσης”. Στην ουσία παίζει τον εαυτό του, αεικίνητος μπροστά στην κάμερα. Το φαινόμενο “Θανάσης Βέγγος” ξεκινά.
ΕΠAΓΓΕΛΜΑ ΗΘΟΠΟΙΟΣ
Οι δρόμοι των Κούνδουρου-Βέγγου θα συναντηθούν πάλι. Αυτή τη φορά στον “Δράκο” (1956). Ο Ντίνος Ηλιόπουλος είναι που κρατά τον πρωταγωνιστικό ρόλο και φυσικά διαπρέπει. Από τον “Δράκο” του Φριτς Λανγκ σε αυτόν του Κούνδουρου. Ο νεορεαλισμός δίνει τον τόνο και ακολουθεί ο εξπρεσιονισμός. Ο Βέγγος υποδύεται τον μπάρμαν στο κέντρο διασκέδασης του αρχηγού, του οποίου είναι και μπράβος. Βλοσυρός, σοβαρός, μιλά λίγο, ρόλος αντίθετος με τον κατοπινό Θανάση, όμως πουθενά δεν πείθει ότι είναι κακός. Ο Βέγγος είναι πια ηθοποιός και δεν θα σταματήσει μέχρι και την τελευταία στιγμή της ζωής του.
Η επαγγελματική του ταυτότητα βέβαια δεν σημαίνει κάτι από μόνη της. Ο Βέγγος δουλεύει ασταμάτητα. Ψάχνει συνέχεια για δουλειά. Παίζει σε ταινία του Κακογιάννη, “Το κορίτσι με τα μαύρα” (1956), αλλά εμφανίζεται ως φροντιστής. Το έκανε κι αυτό και μάλιστα με πάθος γιατί ήθελε να μάθει τη δουλειά απ’ όλες τις πλευρές της. Η συνέχεια στο πανί έχει γι’ αυτόν μικρούς ρόλους. Κυρίως σε ταινίες με τη Βουγιουκλάκη, αλλά και σε άλλες δίπλα σε όλους, σχεδόν, τους τότε πρωταγωνιστές. Καταφέρνει να δείξει το πηγαίο ταλέντο του και η ώρα του πρωταγωνιστή είναι κοντά. Στον “Ηλία του 16ου” (1959) θα κάνει αισθητή την παρουσία του κι ας μην έχει τον πρώτο ρόλο. Τότε θα αποκτήσει και άδεια άσκησης επαγγέλματος και θα γίνει μέλος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών. Πότε δεν θα ξεχάσει τα χαστούκια του Κώστα Χατζηχρήστου. Ποτέ… Εκεί θα συναντήσει και τον Ντίνο Κατσουρίδη, έναν από τους μελλοντικούς σκηνοθέτες του.
ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗΣ, ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ ΚΑΙ ΧΡΕΩΜΕΝΟΣ!
Η δεκαετία των μεγάλων αλλαγών, αυτή του ’60, βρίσκει τον Βέγγο να συνεχίζει να ψάχνει τη θέση του στον ελληνικό κινηματογράφο. Η βιοτεχνία (σ.σ λόγω μεγέθους) του ελληνικού θεάματος θα ακμάσει εμπορικά και ο Βέγγος καλλιτεχνικά. Το πολιτικοκοινωνικό τοπίο στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά ασταθές και λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας θα γίνει εφιαλτικό.
Ο Θ.Β μετά από σειρά δεύτερων ρόλων πλησιάζει τον πρωταγωνιστικό. Λίγο πριν το πετύχει, τον μοιράζεται με τον Φραγκίσκο Μανέλλη. Ο σκηνοθέτης Στέλιος Τατασόπουλος τους καθιερώνει ως κωμικό ντουέτο στις ταινίες “Τα ντερβισόπαιδα” (1960), “Ο Μήτρος και ο Μητρούσης στην Αθήνα” (1960) και “Δουλειές του ποδαριού” (1962). To καλοκαίρι του 1962 έρχεται ο ρόλος του πρωταγωνιστή. Σε δύο ταινίες μάλιστα. Τότε ξεκινά η συνεργασία του με τον Πάνο Γλυκοφρύδη στο πλαίσιο της συνεργασίας με την εταιρεία “Ι. Καρατζόπουλος και Σία”. Ουσιαστικά ο Βέγγος καθιερώνεται ως πρωταγωνιστής, ενώ διαμορφώνεται και το ύφος του που θα σφραγίσει την κατοπινή καριέρα του. Πρόκειται για τις ταινίες “Ζήτω η τρέλα” ή “Τρελός εν όψει” και “Βασιλιάς της γκάφας” ή “Δαιμόνιος ντετέκτιβ”. Τότε θα “γεννηθεί” και φράση-ταυτότητα του “Τρέχει σαν τον Βέγγο”.
Τον Ιανουάριο του 1967 θα περάσει και στον χώρο της σκηνοθεσίας. Το βάπτισμα του πυρός θα γίνει με το “Βοήθεια! Ο Βέγγος φανερός πράκτωρ 000”. Παράλληλα, θα δοκιμάσει τις δυνάμεις του και στη θέση του παραγωγού με την εταιρεία “ΘΒ Ταινίες γέλιου”. Η κίνηση αυτή ήταν επιβεβλημένη, μια και ήθελε να έχει τον απόλυτο έλεγχο του καλλιτεχνικού προϊόντος. Ο Βέγγος, όσο κι αν εκτιμούσε τους σκηνοθέτες και τους παραγωγούς, ασφυκτιούσε. Ένιωθε ότι δεν αντιμετωπιζόταν όπως έπρεπε. Μολαταύτα, παρά τις επιτυχίες, το αποτέλεσμα στο ταμείο (της εταιρείας) ήταν μείον. Έτσι, το 1969, λόγω χρεών, αφού ο Βέγγος δεν ήταν ποτέ καλός διαχειριστής, σταματά η λειτουργία τις επιχείρησης. Τελευταία “δική” του ταινία, το “Θου-Βου, Φαλακρός πράκτωρ, Επιχείρησις: Γης Μαδιάμ”.
Ο ΚΑΤΣΟΥΡΙΔΗΣ ΚΑΙ Η ΑΠΟΘΕΩΣΗ ΣΤΗΝ ΕΠΙΔΑΥΡΟ
Η συνεργασία με τον Ντίνο Κατσουρίδη θα σφραγίσει την πορεία του Βέγγου τη δεκαετία του ’70 κι ένα σημαντικό κομμάτι αυτής. Ταινία-σταθμός, η αντιπολεμική “Τι έκανες στον πόλεμο, Θανάση;” (1971). Σάρωσε εμπορικά, αλλά και στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Συνεχίζεται η συνεργασία με τον Πάνο Γλυκοφρύδη, τον Ερρίκο Θαλασσινό, ενώ δουλεύει και με τον Θόδωρο Μαραγκό.
Τη δεκαετία του ’80 δεν θα κάνει πολλές κινηματογραφικές ταινίες, καθώς μετά το “Τρελός και πάσης Ελλάδος” (1983) θα περάσουν πέντε χρόνια για να τον ξαναδεί το κοινό. Αυτό θα γίνει με έξι βιντεοταινίες, ενώ στα μέσα της δεκαετίας θα περάσει από την ΕΡΤ με τα “Βεγγαλικά”. Το 1990 θα πρωταγωνιστήσει στη σειρά “Αστυνόμος Θανάσης Παπαθανάσης” στον ΑΝΤ1 και θα επιστρέψει στο σινεμά με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Ο αεικίνητος, γεμάτος ενέργεια Βέγγος κάνει στην άκρη για τον λιτό και φειδωλό στις κινήσεις Βέγγο. Στις “¨Ησυχες μέρες του Αυγούστου” (1991) τον σκηνοθετεί ο Παντελής Βούλγαρης και πασχίζει να τον κρατήσει ακίνητο. Έρχεται το “Βλέμμα του Οδυσσέα” (1995) του Θόδωρου Αγγελόπουλου, το “Όλα είναι δρόμος” (1998) του Βούλγαρη και δέκα χρόνια μετά το “Ψυχή Βαθιά” όπου κάνει ένα μικρό, αλλά ουσιαστικό, πέρασμα.
Ο Βέγγος έπαιξε σε πάνω από 120 ταινίες! Στο θέατρο η παρουσία του δεν είναι τόσο μεγάλη, όμως σίγουρα ήταν ξεχωριστή. Επιθεώρηση, Αριστοφάνης, Επίδαυρος… Η παρουσία του στο αρχαίο θέατρο το 1995 στην “Ειρήνη” του Αριστοφάνη, ήταν συγκλονιστική και το χειροκρότημα που έλαβε λίγοι ηθοποιοί το πήραν στη ζωή τους. Απεβίωσε στις 3 Μαΐου 2011.
ΛΑΙΚΟΣ ΗΡΩΑΣ
Τι μένει, λοιπόν, όταν κάθεται η σκόνη; Ο λαϊκός ήρωας Θανάσης Βέγγος με το υγρό βλέμμα και το γέλιο λύτρωση, καημό, εξομολόγηση. Ήρωας χωρίς να το επιδιώξει και χωρίς ποτέ να το αποδεχθεί. Οι τιμές που αποδίδονται στο πρόσωπο του οφείλονται στη συλλογική εικόνα που προβλήθηκε πάνω του.
Η εικόνα ενός έθνους, ενός λαού, που μέσα από μαύρα σύννεφα και μοναδική “περιουσία” την ελπίδα του, προσπάθησε να επιβιώσει, να κρατήσει την αξιοπρέπεια και την ελευθερία του, τη δυνατότητα να ονειρεύεται και να κλαίει για να δροσίζεται.
Ο Βέγγος, σπλάχνο από τα σπλάχνα του ελληνικού λαού, υπηρέτησε αυτή την εικόνα αδιαμαρτύρητα, της έδωσε ό,τι είχε και το μόνο που ήθελε ήταν ξάστερο ουρανό και καθαρή ατμόσφαιρα. Γι’ αυτή την επιθυμία έτρεχε και τη φώναζε σαν ικεσία όταν μας έλεγε “καλοί μου άνθρωποι…”.
Γιάννης Σολδάτος, ”Ενας άνθρωπος παντός καιρού”, Εκδόσεις “Αιγόκερως”