Από το 2700 π.Χ. έκτιζαν κυλινδρικά σπίτια με επίπεδες ή θολωτές στέγες, στις κορφές των οποίων υπήρχε άνοιγμα. Στο δάπεδο, ακριβώς κάτω από το άνοιγμα, υπήρχε η εστία. Τα σπίτια αυτά δεν είχαν εσωτερικούς τοίχους και έτσι η όποια θερμότητα από την κεντρική εστία, μεταδιδόταν σε ολόκληρο το κτίσμα.
Στα βασιλικά δωμάτια της Κνωσού, κάτω από το δάπεδο, υπήρχαν σωλήνες, μέσα από τις οποίες περνούσε ζεστό νερό και ζέσταινε τους χώρους.
Την πανάρχαια πόλη ξέθαψε στα 1900 ο Εβανς κι αυτό σημαίνει ότι δεν ήξερε τις εκεί επιδόσεις ο Σουηδός Μ. Τρίβαλντ, που το 1716 λάνσαρε την ενδοδαπέδια θέρμανση, σε μορφή περίπου όπως είναι σήμερα. Ούτε οι πλούσιοι Ρωμαίοι γνώριζαν την ενδοδαπέδια θέρμανση.
Αυτοί χρησιμοποιούσαν το «υπόκαυστον»:
Άναβαν στα υπόγειά τους φωτιά και με ανοιχτούς αγωγούς που περνούσαν μέσα από τους τοίχους, έστελναν ζεστό αέρα και θέρμαιναν τους χώρους. Οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν τα «πυριατήρια», για να θερμαίνουν τα λουτρά των παλατιών τους.