in

Όσος χρόνος κι να περάσει, θα μου λείπεις πάντα, μαμά..

Γράφει η Ζωή Τριανταφυλλοπούλου

Πάει ένας χρόνος που την κοπάνησες για το δικό σου κήπο, τον γεματο λουλούδια που αγαπάς. Πάει ενας χρόνος που προσπαθώ να αποδεχτώ το οριστικά αμετάκλητο. Είχες βεβαια και νοητά φύγει χρόνια, γιατί δεν άντεξες μάλλον να ζεις χωρίς να θες, να υπάρχεις μόνο για να υπηρετείς και να προσφέρεις. Με είχες καταδικάσει σε ένα πένθος σαν αργό θάνατο, τραύμα που θα κουβαλάω στο δισάκι της ζωής μου εσαεί, σαν ξόρκι που δεν θα εύχομαι ούτε στον εχθρό μου.

Πέρσυ στο νήμα του Αυγούστου μας αποχαιρέτησες και φυσικά έβαλες τη σφραγίδα σου σ’ εκείνο το επεισοδιακό Καλοκαίρι. Πήγες να βρεις το δικό σου Παράδεισο. Κι έμεινα εδώ, να παλεύω την ορφάνια μου, να προσπαθώ να εξηγήσω τα γιατί μου, να με αθωώσω που σου θύμωνα συχνά, να με λυτρώσω από όλες εκείνες τις φορές που σε απέφευγα εσκεμμένα, γιατί πίστευα ότι δεν ήσουν σε θέση να προσφέρεις τίποτε περισσότερο από ένα πιάτο φαΐ.

Κι όμως τώρα μου λείπει τόσο πολύ ακόμα κι αυτό το πιάτο με το φαγάκι από τα χέρια σου για το κουρασμένο σου κορίτσι, που το τρώνε καθημερινά οι δρόμοι, όπως έλεγες. Μου λείπει εκείνη η αγκαλιά σου η βουτυράτη, που ενώ δεν είχε λόγια παρηγοριάς και περισπούδαστες συμβουλές, ήταν εκεί πάντα για μένα ανοιχτή ό,τι κι αν είχα, όσα δίκαια κι άδικα μαχόμουν, χωρίς εξηγήσεις, χωρίς καμία κριτική. Μου λείπει η φωνή σου να με καλεί, με ένα κάλεσμα που δεν μπορεί πουθενά να συγκριθεί σε γλύκα, σε αγάπη, σε αποδοχή. Μου λείπουν όλα όσα δεν ζήσαμε, με θυμώνουν όλα τα σ’ αγαπώ που δεν σου είπα, όλα τα καλημέρα σου που έχασα, όλα εκείνα τα οικογενειακά τραπέζια με σένα να μεγαλουργείς σαν τη βασίλισσα του σπιτιού και της όρεξης μας για ζωή και μαζί. Ένα μαζί που άλλαξε πολύ όταν αρρώστησες, όταν έπαψες να με γνωρίζεις, όταν έκλαιγα που δεν ερχόμουν να σε δω, γιατί δεν άντεχα να σε βλέπω έτσι να χάνεσαι σε κόσμους τρομακτικά άγνωστους δικούς σου, μακρυά μου.

Νιώθω αδικημένη. Δεν ξέρω τι σου έκανα κι εγώ μαζί με τους άλλους και μας άφησες έτσι βασανιστικά αργά κι από ότι φαίνεται δεν θα μάθω ποτέ.Νιώθω μοναξιά, γιατί τούτη η απουσία δεν παλεύεται ακόμη. Κι ας μετράει χρόνια από τότε που αρρώστησες. Νιώθω φτερό στον άνεμο που μάταια αναζητά πλέον τις ρίζες του.

Μου λείπεις και θα συνεχίσεις να λείπεις κι εγώ πρέπει να μάθω και αν όχι πρέπει να δεχτώ ότι δεν θα είμαι πια το κοριτσάκι κανενός, δεν θα ξανακούσω το μελωμένο σου Ζωίτσα μου, δεν θα ξαναπώ όπως στα κομμάτια κι αν είμαι τη λέξη μαμά…
Γαμώτο…

Ας είσαι καλά εκεί που τώρα βρίσκεσαι. Όχι δεν εύχομαι, ξέρω ότι είσαι! Ξέρω ότι μ’ ακούς να διαβάζω τούτες τις λέξεις μου.

Όπου κι αν είσαι, σ’ αγαπώ.

Όπου κι αν είμαι, είσαι εκεί.

Ξέρω, μαμά…

πηγή : loveletters.gr

«Όταν χάνεις τη μαμά σου, χάνεις ένα κομμάτι του εαυτού σου»

«Μπορεί να θεραπεύσει τον άνθρωπο η πίστη του στον Θεό;»: οι ειδικοί μίλησαν!