in

Ο εφευρέτη του «Τάπερ» – Ξεκίνησε πάμπτωχός και όταν έγινε πάμπλουτος τα παράτησε όλα

Βίωσε το μεγάλο κραχ του 1929 και είδε τα πάντα να καταρρέουν γύρω του. Δεν το έβαλε όμως κάτω. Δημιούργησε ένα προϊόν που μπήκε σε όλα τα σπίτια.

Ο Ερλ Σίλας Τάπερ, γεννήθηκε στις 28 Ιουλίου του 1907 στο Νιου Χαμσάιρ των ΗΠΑ.

 

Οι γονείς του είχαν μια μικρή φάρμα αλλά τα έφερναν δύσκολα πέρα. Η οικογένεια Τάπερ ζούσε στα όρια ης φτώχιας.

Ο Ερλ από μικρός έδειχνε ότι «έπιαναν» τα χέρια του. Το μυαλό του ήταν κοφτερό και που τον έχανες που τον έβρισκες ήταν σε μια γωνιά του αχυρώνα στη φάρμα και όλο κάτι έφτιαχνε.

Όταν έπεσε στα χέρια του η πρώτη εγκυκλοπαίδεια, βρήκε τον παιδικό του ήρωα. Ταυτίστηκε μαζί του και ήθελε όταν θα μεγάλωνε να γίνει σαν και εκείνον. Τον Λεονάρντο ντα Βίντσι.

Ένας μικρός εφευρέτης

Ο Ερλ ήθελε να γίνει εφευρέτης σαν τον ντα Βίντσι. Έπεσε με τα μούτρα σε αυτό το όνειρο του και από πολύ νωρίς άρχισε να φτιάχνει διάφορα. Τα πρωινά ο Ερλ έσπρωχνε ένα καροτσάκι με όλα τα καλούδια που έβγαζε η φάρμα των γονιών του και τα πουλούσε από σπίτι σε σπίτι. Ήταν δεν ήταν 10- 12 χρονών όταν το έκανε αυτό.

Κάποια στιγμή μόλις άρχισε να φοιτά στο πανεπιστήμιο Μπράιαντ, σκέφτηκε και δημιούργησε ένα φυτώριο με καλλωπιστικά φυτά. Μαζί με τον πατέρα του, ασχολήθηκαν σοβαρά με αυτό και τα οικονομικά της οικογένειας Τάπερ άρχισαν για πρώτη φορά να ανθίζουν.

Τα βράδια όμως όταν ο Ερλ επέστρεφε στο σπίτι, αντί να μελετάει, πήγαινε στη γνωστή του γωνία στον παλιό αχυρώνα και συνέχιζε να φτιάχνει σχέδια σε χαρτί για εφευρέσεις. Σε πολλά από αυτά έδωσε μάλιστα σάρκα και οστά.

Έτσι εφηύρε μια τσατσάρα που προσαρμοζόταν στη ζώνη, ένα παντελόνι που δεν τσαλακώνει ποτέ, μια πτυσσόμενη θέση για καμπριολέ αυτοκίνητα και διάφορα άλλα. Επειδή δεν διάβαζε τελείωσε το πανεπιστήμιο με κόπο και βάσανα αλλά τελικά τα κατάφερε.

Στη συνέχεια ο Ερλ έπεσε με τα μούτρα στην επιχείρηση με τα καλλωπιστικά φυτά την οποία μάλιστα απογείωσε. Παράλληλα στην προσωπική του ζωή όλα πήγαιναν θαυμάσια. Γνώρισε μια κοπέλα την ερωτεύτηκε και παντρεύτηκαν.

Βρισκόμαστε στο 1929 και τα μηνύματα από την αμερικάνικη οικονομία δεν είναι καλά. Ξαφνικά ξεσπάει το κραχ και όλα καταρρέουν. Μαζί με αυτά και η επιχείρηση του Ερλ που χρεοκόπησε.

Ο Ερλ έπρεπε να ζήσει την οικογένεια του. Άφησε πίσω το στραπάτσο που έφαγε με το κραχ και έψαξε για δουλειά. Παράλληλα προσπαθούσε να πουλήσει πόρτα πόρτα κάποιες από τις εφευρέσεις που είχε κάνει. Δεν κατάφερε να πουλήσει τίποτε. Τελικά τον προσέλαβαν στην εταιρία χημικών «DuPont».

Εκεί ο Ερλ ξεχώρισε αμέσως για την ευσυνειδησία του και για το κοφτερό του μυαλό. Δημιουργούσε ο ίδιος για την εταιρία διάφορα προϊόντα από άκαμπτο πολυαιθυλένιο. Έφτιαχνε πλαστικά δοχεία, πλαστικά πιάτα και τέλος δημιούργησε και μια πλαστική μάσκα αερίου την οποία ο αμερικανικός στρατός αγόρασε αμέσως και τα κέρδη της εταιρίας εκτινάχτηκαν.

Τα «ταπεράκια»

Το 1938 ο Ερλ ήθελε να ανοίξει τα δικά του φτερά και δημιούργησε τη δική του εταιρία. Την «Tupperware Plastics Company». Αν και ξέσπασε ο πόλεμος η εταιρία του πήγαινε καλά αλλά ποτέ δεν έκανε το «μπαμ» που ήθελε ο Ερλ. Πάντα κάτι τον έτρωγε μέσα του, κάτι που ήθελε να εφεύρει και να μιλάει όλος ο κόσμος για αυτό. Όπως μιλούσαν όλοι για τον Λεονάρντο ντα Βίντσι.

Και φτάνουμε στο 1946. Ο Ερλ παρουσίασε στην αγορά το προσωπικό δημιούργημα του το οποίο θα έμπαινε σε κάθε σπίτι, σε κάθε ψυγείο, σε όλον τον κόσμο. Ένα πλαστικό, αδιάβροχο αεροστεγές δοχείο στο οποίο μπορούν να αποθηκευτούν φαγητά. Και το σπουδαιότερο το δοχείο του Ερλ, μπορούσε να κλείσει αεροστεγώς και υδατοστεγώς με ένα κάλυμμα που διατηρούσε το φαγητό φρέσκο στο ψυγείο, δεν ξεραινόταν και δεν έχανε τη γεύση και το άρωμα του.

Η αγορά τρελάθηκε. Η ιδέα του Ερλ, το «ταπεράκι» που λέμε ακόμη και σήμερα, τα σάρωσε όλα. Ήταν ανθεκτικό, εάν έπεφτε δεν έσπαγε, όπως τα γυάλινα ή κεραμικά δοχεία φαγητού που κυκλοφορούσαν μέχρι τότε.

Τα έσοδα του εκτινάχθηκαν. Οι πωλήσεις χτυπούσαν κόκκινο. Όλοι αγόραζαν τα «ταπεράκια» του Ερλ. Και τότε ήρθε και το δεύτερο καθοριστικό χτύπημα της εταιρίας που τα σάρωσε όλα.

Μια απλή υπάλληλος

Μια απλή υπάλληλος του Ερλ, η Μπράουνι Γουάιζ, ζήτησε από τη γραμματέα του να της κλείσει ένα ραντεβού μαζί του. Την επόμενη μέρα βρισκόταν στο γραφείο του και του έλεγε αναλυτικά την ιδέα της. Ο Ερλ, ενθουσιάστηκε. Ήταν μια απίστευτα πρωτοποριακή μέθοδος μάρκετινγκ.

Η «επίδειξη κατ΄ οίκον». Αν με το «ταπεράκι» οι πωλήσεις εκτινάχτηκαν με την «επίδειξη κατ΄ οίκον» οι πωλήσεις έφτασαν στο διάστημα. Οι νοικοκυρές μάθαιναν από πρώτο χέρι για τα προτερήματα του προϊόντος και το αγόραζαν εκείνη τη στιγμή.

Ο Ερλ φυσικά δεν ξέχασε την υπάλληλο του και την πρωτοποριακή της ιδέα. Το 1951, την έκανε αντιπρόεδρο της εταιρίας. Οι χαρακτήρες τους ήταν όμως εντελώς διαφορετικοί.

Εκείνος ήταν ένας άνθρωπος κλειστός χαμένος στις σκέψεις του για νέες εφευρέσεις, εκείνη ήταν εξωστρεφής και επικοινωνιακή.

Τα πούλησε όλα…

Επτά χρόνια μετά, ο Ερλ την απολύει από την εταιρία και την ίδια χρονιά, στο απόγειο της δόξας και της οικονομικής του δύναμης πουλάει την «Tupperware» στη φαρμακευτική Rexall, για το μυθικό ποσό της εποχής των 16 εκατομμυρίων δολαρίων.

Το ίδιο βράδυ επέστρεψε στο σπίτι του και είπε στη σύζυγο του, την Μαρί Γουίτκομπ να τα παρατήσουν όλα και να πάνε να ζήσουν ήρεμα στην Καραϊβική. Η Μαρί αρνήθηκε. Ο Ερλ κίνησε τις διαδικασίες διαζυγίου, την αποκατάστησε καθώς και τα 5 παιδιά τους και στη συνέχεια αποποιήθηκε την αμερικανική υπηκοότητα.

… για να γίνει εφευρέτης

Μετακόμισε μόνος σε ένα νησάκι της Κόστα Ρίκα, σε ένα υπέροχο σπίτι που είχε προηγουμένως αγοράσει (μαζί με το νησάκι) και έμεινε εκεί μέχρι το τέλος της ζωής του, στις 5 Οκτωβρίου του 1983.

Στο νησάκι ο Ερλ αφοσιώθηκε σε αυτό που αγαπούσε περισσότερο από όλα. Άρχισε να φτιάχνει εφευρέσεις. Δημιούργησε έναν στρογγυλό φούρνο, ένα φορητό μικροσκοπικό πλυντήριο και δεκάδες άλλες εφευρέσεις τις οποίες ανακάλυψαν χρόνια μετά οι γιοί του στο υπόγειο του σπιτιού.

Ένα χρόνο μετά το θάνατό του, έληξε το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας που είχε για την εφεύρεση των πλαστικών τάπερ.

«Βουλευτής που παίρνει 6.000 ευρώ μου ζήτησε να βρω 12 άτομα που έχουν ανάγκη και να τους δώσει 500 ευρώ»

Ελληνική γλώσσα: Η τελειότητα ενός άλυτου γρίφου.