«Τότε γίνεσαι εσύ ο γονιός και οι γονείς τα παιδιά σου..»
Της Μαίρης Ζαχαροπούλου
Το «μοναχοπαίδι τα έχει όλα δικά του», «το μοναχοπαίδι είναι κακομαθημένο», «το μοναχοπαίδι γίνεται εγωιστής» και τόσες άλλες ταμπέλες και φράσεις συνοδεύουν ένα παιδί που έτυχε να μην έχει αδέρφια, και μάλιστα όχι από δική του επιλογή.
Το παιδί αυτό όμως κάποια στιγμή μεγαλώνει, και μαζί του μεγαλώνουν και οι γονείς του. Και αρχίζουν να έχουν ανάγκη την φροντίδα του. Με τα χρόνια τους προδίδει το σώμα τους, η μνήμη τους. Η υγεία τους κλονίζεται και οι δυσκολίες ξεκινούν. Το μοναχοπαίδι πετάει από πάνω του το «παιδί» και κρατάει μόνο το συνθετικό «μοναχό» και πορεύεται μόνο του από δω και πέρα.
Ξεκινά να τρέχει στα νοσοκομεία, στους γιατρούς, στις εξετάσεις μόνο του. Προσπαθεί να στηρίξει τους γονείς του μόνο του. Και αν ο ένας από τους δυο φύγει, μόνο του θα περάσει τα πάντα, τις προετοιμασίες του αποχαιρετισμού, και την επίπονη διαδικασία να βάλει την καρδιά του στη θέση της – αν μπει ποτέ. Δεν θα υπάρχει εκεί κοντά ένας αδερφός, μια αδερφή, να του κρατήσει το χέρι, να το αγκαλιάσει και να μοιραστούν τον ίδιο ακριβώς πόνο, αυτόν του να χάνεις έναν γονιό ή να βλέπεις έναν γονιό να μην είναι αυτός που πάντα ήξερες.
Και συχνά γίνεσαι εσύ ο γονιός και οι γονείς γίνονται αυτοί τα παιδιά σου. Και τρέμεις μην πάθεις τίποτα και αυτοί τι θα απογίνουν. Ποιος θα τους κοιτάξει; Κοιτάς τη σύνταξή τους και δεν φτάνει ούτε για τα βασικά, και είναι η σειρά σου τώρα να δώσεις γι΄αυτούς, να τραβήξεις από τον πενιχρό μισθό σου για να βοηθήσεις. Και δεν υπάρχει μια αδερφή, ένας αδερφός να μοιραστείτε αυτό το βάρος για να μπορέσετε και οι δύο να επιβιώσετε. Δεν υπάρχει ένας αδερφός, να αλλάξεις βάρδια μαζί του στο νοσοκομείο, για να πας σπίτι να τεντώσεις λίγο το κορμί σου, δεν υπάρχει μία αδερφή να μαγειρέψει εκείνη σήμερα για τον ανήμπορο γονιό και να του πάει στο σπίτι ένα πιάτο φαγητό.
Υπάρχουν πάντα φίλοι, αγαπημένοι συγγενείς, οι οποίοι βοηθούν, συνδράμουν. Αλλά ως πότε, και για πόσο; Έχουν τις οικογένειές τους, τις υποχρέωσεις τους, τις έννοιες τους. Δεν έχεις το θάρρος να ζητήσεις, να απαιτήσεις, να παραπονεθείς, όπως στον αδερφό σου. Και αν έχεις κι εσύ τη δική σου οικογένεια, γίνεσαι χίλια κομμάτια για να καταφέρεις τα πάντα. Στην ουσία όμως, είσαι μόνος σου με δύο ανήμπορους ανθρώπους. Μόνος σου να αναπολείς τις ημέρες της δύναμής τους, να φέρνεις στο νου σου εκδρομές, παιχνίδια, διαβάσματα, τσακωμούς, αγκαλιές. Και εκείνες τις στιγμές έχεις τεράστια ανάγκη από έναν δικό σου να τα μοιραστείτε όλα αυτά. Να πείτε:
«Θυμάσαι τότε που ο μπαμπάς μας είχε βάλει τιμωρία να μην φάμε παγωτό κι εσύ πήγες κρυφά και πήρες απ’το ψυγείο;» και να γελάσεις για λίγο και έστω για μια στιγμή να φτερουγίσει ο πόνος και η στενοχώρια μακριά.
Και όταν οι γονείς φύγουν από τη ζωή, δεν θα υπάρχει ένας αδερφός μια αδερφή να κρατούν ζωντανή την αλυσίδα μιας οικογένειας που υπήρξε κάποτε και φιλοξένησε τα όνειρά σου. Μόλις φύγουν, αυτή σπάει, και μένεις εσύ, ο μοναδικός απόγονος να κρατάς τα «σκήπτρα» της ιστορίας που γράψατε μαζί.
Βιώνεις μια περίεργη «ορφάνια» που δεν περιγράφεται με λέξεις και αν δεν είσαι μοναχοπαίδι δεν μπορείς να καταλάβεις.