Η νέα σχέση του Τζέικ απαίτησε από εκείνον να ζήσουν στο σπίτι αξίας πολλών εκατομμυρίων δολαρίων όπου έμενε μέχρι πρότινος με την πρώην γυναίκα του, την Έντιθ.
Μιας και οι δικηγόροι του Τζέικ ήταν ακριβότεροι και καλύτεροι, μετά από ένα σκληρό δικαστικό αγώνα κατάφερε τελικά να πραγματοποιήσει την επιθυμία της νέας του αγαπημένης.
Στην πρώην γυναίκα του έδωσε το χρονικό περιθώριο των μόλις 3 ημερών για να καταφέρει να μαζέψει τα πράγματα της και να φύγει από το σπίτι.
Η 1η μέρα πέρασε με την Έντιθ να προσπαθεί να πακετάρει όλα τα υπάρχοντά της σε κούτες και βαλίτσες.
Την 2η μέρα ήρθαν οι άνθρωποι από την μεταφορική για να πάρουν τα πράγματα της.
Την 3η μέρα κάθισε για τελευταία φορά στην πολύ όμορφη τραπεζαρία τους και υπό το φως των κεριών, ακούγοντας χαλαρωτική μουσική, γιόρτασε τον χωρισμό της με ένα κιλό γαρίδες, ένα βάζο ακριβό χαβιάρι και ένα μπουκάλι Chardonnay .
Όταν τελείωσε το γεύμα της, πήγε σε κάθε δωμάτιο του σπιτιού και γέμισε το κούφιο μέρος όλων των κουρτινόξυλων με τις μισοφαγωμένες γαρίδες, τις οποίες προηγουμένως τις είχε βουτήξει στο χαβιάρι.
Στη συνέχεια καθάρισε την κουζίνα και έφυγε.
Όταν ο Τζέικ επέστρεψε στο σπίτι με τη νέα του αγαπημένη όλα έμοιαζαν ειδυλλιακά τις πρώτες ημέρες.
Καθώς όμως οι μέρες περνούσαν, το σπίτι άρχισε σιγά σιγά να μυρίζει κάτι πολύ άσχημο. Το ερωτευμένο ζευγάρι δοκίμασε τα πάντα.
Καθάρισαν, σφουγγάρισαν και αέρισαν κάθε δωμάτιο του σπιτιού, αλλά τίποτα δεν άλλαξε. Στη συνέχεια έλεγξαν όλα τα στόμια και τις σωληνώσεις για νεκρά τρωκτικά, έστειλαν στο καθαριστήριο όλα τους τα χαλιά, γέμισαν όλο το σπίτι με αρωματικά χώρου αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η δυσάρεστη οσμή ήταν πάντα εκεί, παρούσα να τους δυσκολεύει την διαμονή τους στο σπίτι τους.
Τελευταία τους ελπίδα ήταν να φέρουν τεχνικούς για να ελέγξουν τις σωληνώσεις παροχής γκαζιού. Αναγκάστηκαν να φύγουν για λίγες μέρες από το σπίτι όταν οι τεχνικοί τους είπαν ότι έπρεπε να ξηλώσουν τα πανάκριβα μάλλινα χαλιά από τα πατώματα και να σκάψουν στους τοίχους. Ούτε αυτό όμως τελικά απέφερε αποτέλεσμα.
Σιγά σιγά οι φίλοι τους σταμάτησαν να τους επισκέπτονται και οι εργάτες αρνούνταν να εργαστούν σε ένα σπίτι που η μυρωδιά του τους προκαλούσε αναγούλα. Ακόμη και η οικιακή βοηθός τους παραιτήθηκε μην αντέχοντας την δυσάρεστη οσμή.
Τελικά μην αντέχοντας πλέον ούτε οι ίδιοι την άσχημη μυρωδιά αποφάσισαν να μετακομίσουν.
Ένα μήνα αργότερα, αν και είχαν μειώσει κατά πολύ την τιμή πώλησης του σπιτιού, δεν είχαν καταφέρει να βρουν αγοραστή.
Τα νέα για το βρωμερό σπίτι σιγά σιγά διαδόθηκαν τόσο, που ακόμη και οι μεσίτες σταμάτησαν να απαντούν στις κλήσεις τους. Τελικά ο Τζέικ αναγκάστηκε να δανειστεί ένα τεράστιο ποσό από την τράπεζα για να αγοράσει μια καινούργια οικία για να μπορεί να μείνει με την αγαπημένη του.
Κάποια μέρα η πρώην σύζυγος του Τζέικ, η Έντιθ, κάλεσε τον πρώην άνδρα της και τον ρώτησε πώς περνάει με την καινούργια του σχέση στο παλιό τους σπίτι. Ο Τζέικ της εξιστόρησε τα πάντα.
Τις διηγήθηκε πως αναγκάστηκε να φύγει από το σπίτι λόγω της ανεξήγητης άσχημης οσμής.
Της είπε ακόμη ότι, αν και προσπάθησε απεγνωσμένα να το πουλήσει, δεν κατάφερε να βρει κάποιον πρόθυμο να το αγοράσει.
Εκείνη τον άκουσε όλο κατανόηση και του είπε ότι της είχε λείψει τρομερά το παλιό της σπίτι και ότι θα μπορούσε να μειώσει τον χρηματικό διακανονισμό του διαζυγίου της, με αντάλλαγμα να πάρει το σπίτι πίσω.
Ο Τζέικ πιστεύοντας ότι η πρώην σύζυγός του δεν θα μπορούσε να ξέρει πόσο άσχημη ήταν στην πραγματικότητα η μυρωδιά, συμφώνησε να της δώσει το σπίτι σε μια τιμή που ήταν περίπου το 1 / 10 της πραγματικής του αξίας.
Έβαλε όμως έναν όρο. Το σπίτι θα γίνονταν δικό της μόνο εφόσον θα υπέγραφαν τα χαρτιά την ίδια ημέρα.
Η Έντιθ συμφώνησε και μέσα σε μια ώρα οι δικηγόροι, του παρέδωσαν τα έγγραφα της αγοραπωλησίας.
Μια εβδομάδα αργότερα, ο Τζέικ και η κοπέλα του στέκονταν χαμογελαστοί καθώς έβλεπαν τους μεταφορείς να μαζεύουν τα πράγματα τους για να τα πάνε στο νέο τους σπίτι. Πήραν τα πάντα…
Ακόμη και τα κουρτινόξυλα!