Ο Μενέλαος Λουντέμης υμνεί την αγάπη υπέροχα..
«Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΣΑΝ ΤΟ ΝΕΡΟ ΠΟΥ ΤΡΕΧΕΙ, τρέχει ασυλλόγιστα στους γκρεμούς, που δε διαλέγει αυλάκι, δε ρωτά τα λουλούδια που ποτίζει, ούτε και τα χαλίκια που κατρακυλά. Δε ρωτά τίποτα, μόνο τρέχει.
ΝΑ ΠΕΙΣ «ΟΧΙ» ΣΤΗΝ ΑΓΑΠΗ είναι σαν να κατσουφιάζεις μπροστά σ’ ένα λουλούδι που ετοιμάζεται ν’ ανοίξει. Σαν να βρίζεις το φως που σου έδειξε τον κόσμο».
Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΟΤΑΝ ΤΗΝ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ περιμένουμε ή όταν την χάνουμε. Οταν την έχουμε μας ξεφεύγει. Χάνουμε την αίσθηση της. Και την ξαναποκτούμε μόνο όταν την χάσουμε.
ΚΟΙΤΑΞΕ ΝΑ ΖΗΣΕΙΣ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΠΟΥ ΕΧΑΣΕΣ. Να χαρείς την αγάπη που περιμένεις.
Καν’ την τραγούδια, ξενύχτια. Καν’την βιβλία, αταξίες.
Μόνο μην την μοιρολογάς. Είναι σαν να την βρίζεις. Σαν να της κλείνεις τον δρόμο να ξανάρθει».
«Η αγάπη είναι ανήμερο θεριό που τρώει τη ζωή μας. Μα μόλις φύγει, καταλαβαίνουμε ότι αυτή ήταν η ζωή μας.
Λοιπόν; Σ’ άφησε; Σε πρόδωσε; Καλύτερα έτσι. Θα ‘χεις κουράγιο να ξαναδοκιμάσεις. Αν έμενε κι ανακάλυπτες τι ψεύτικο μικροπραγματάκι ήταν, θα πληγωνόσουν για πάντα.
Η αγάπη είναι μεγάλη όταν την περιμένουμε ή όταν τη χάνουμε. Όταν την έχουμε, μας ξεφεύγει. Χάνουμε την αίσθησή της. Και την ξαναποκτούμε μόνο όταν τη χάσουμε.
Κοίταξε να ζήσεις την αγάπη που έχασες. Να χαρείς την αγάπη που περιμένεις. Κάν’ την τραγούδια, ξενύχτια. Κάν’ την βιβλία, αταξίες. Μόνο μην τη μοιρολογάς. Είναι σαν να τη βρίζεις. Σαν να της κλείνεις τον δρόμο να ξανάρθει.
Κοίταξέ με προσεκτικά και θα καταλάβεις. Για την αγάπη μιας γυναίκας έγινα ποιητής. Δεν τη συγκίνησα. Έγινα κλόουν, καραγκιόζης, Ρωμαίος, Νίγκελ, Άμλετ… Κείνη προσπέρασε πλάι απ’ τις τραγικές μεταμορφώσεις μου αγέρωχη και πήγε να θαφτεί στο άγνωστο. Ήταν τρελή; Ήταν άρρωστη; Χαλασμένη απ’ τα βιβλία; Δεν ξέρω. Ένα πράγμα ξέρω: πως μ’ έκανε δυστυχισμένο.
Εκείνοι που είναι για να γίνουν μεγάλοι όχι μόνο δεν τους χρειάζεται η δυστυχία αλλά και τους μπαίνει εμπόδιο.
Γιατί τώρα σ’ τα είπα όλα αυτά; Για να σε φέρω στα συγκαλά σου; Για να σε παρηγορήσω; Για να σε πλαντάξω; Δεν ξέρω. Η αγάπη είναι το φαρμάκι και το νέκταρ της ζωής μας. Αν θέλεις να πιεις, θα τα πιεις και τα δύο μαζί. Ένα ένα δεν σ’ τα δίνουν.
Γιατί κλείνεις τα μάτια σου; Νυστάζεις ή πονάς;»
Μενέλαος Λουντέμης, Τότε που κυνηγούσα τους ανέμους, εκδ. Δίφρος.
Ο Μενέλαος Λουντέμης, ο πιο δημοφιλής Έλληνας συγγραφέας, γεννήθηκε το 1912 στην Κωνσταντινούπολη. Τα 48 βιβλία του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες, κυρίως στις ανατολικές χώρες (Πολωνία, Ρουμανία, Βουλγαρία), στην Κίνα και στο Βιετνάμ. Στην Ευρώπη δημοσιεύτηκαν αποσπάσματα από το έργο του σε καλλιτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες. Το μυθιστόρημά του «Ένα παιδί μετράει τ΄ άστρα» έχει μεταφραστεί και στα γερμανικά. Εκτός από μυθιστορήματα, έχει γράψει δοκίμια, διηγήματα, ποίηση, τέσσερα παιδικά βιβλία (Θησέας, Ηρακλής, Δαίδαλος, Ίκαρος) και θεατρικά. Ακόμη έχει μεταφράσει στα ελληνικά Ρουμάνους συγγραφείς.
Προσφυγόπουλο από την Κωνσταντινούπολη, αναγκάστηκε από παιδί να δουλέψει σκληρά για να ζήσει. Μετά από πολλές περιπλανήσεις ανά την Ελλάδα και ταλαιπωρίες απέκτησε αυτοδίδακτη κουλτούρα και τις εμπειρίες εκείνες, που θα εμπνεύσουν το κατοπινό λογοτεχνικό του έργο. Το 1938 τιμήθηκε με το πρώτο Κρατικό Βραβείο για το βιβλίο του «Τα πλοία δεν άραξαν». Θα ακολουθήσουν και άλλες συγγραφικές επιτυχίες και ο Λουντέμης θα γίνει μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών με πρόεδρο τότε τον Νίκο Καζαντζάκη.
Ξεσπάει ο εμφύλιος πόλεμος και ο Λουντέμης διώκεται και μεταφέρεται μαζί με τον Γιάννη Ρίτσο και τον Μίκη Θεοδωράκη σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων τού αφαιρέθηκε η ελληνική ιθαγένεια και εξόριστος πια στο Βουκουρέστι συνεχίζει εκεί το λογοτεχνικό του έργο, περιμένοντας την ημέρα της επιστροφής. Σ΄ αυτήν την περίοδο ο Λουντέμης πραγματοποίησε αμέτρητα ταξίδια ανά τον κόσμο, φτάνοντας μέχρι την Κίνα και το Βιετνάμ. Το 1976 αποκτά ξανά την ελληνική ιθαγένεια και επιστρέφει στην Ελλάδα. Θα πεθάνει ένα χρόνο αργότερα στην Αθήνα και η σορός του θα εκτεθεί σε λαϊκό προσκύνημα, τιμή άξια ενός μεγάλου συγγραφέα και υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η πένα του Λουντέμη έχει αμεσότητα, λυρισμό, αλλά και δύναμη και ρεαλισμό. Με τη μοναδική του παιδεία, γνώστης σε βάθος της ζωής, ο Λουντέμης παίζει με τις διαλέκτους, απλώνεται σε όλες τις αποχρώσεις των ανθρωπίνων χαρακτήρων, αλλά κυρίως γνωρίζει καλύτερα από οποιονδήποτε τη φτωχολογιά της επαρχίας. Είναι ένας τρυφερός και παθιασμένος παρατηρητής της ελληνικής ψυχής. Όπως είπαν γι΄ αυτόν, “ανοίγει την καρδιά του και τις καρδιές των άλλων”».