Σ’ ένα τρένο κάθονται μαζί, ο ένας απέναντι από τον άλλον, ένας διάσημος βιολόγος με διεθνή βραβεία, κι ένας σχεδόν αγράμματος αγρότης της περιοχής.
Ο πρώτος, φοράει ένα άψογο επίσημο κοστούμι, σε σκούρο γκρι· ο άλλος, ένα φθαρμένο αλλά καθαρό παντελόνι για τη δουλειά στα χωράφια. Ο επιστήμονας έχει γύρω του βιβλία, ενώ ο επαρχιώτης ένα μικρό μπογαλάκι με ρούχα.
«Θα διαβάσετε όλα αυτά τα βιβλία στο ταξίδι;» ρωτάει ο χωρικός.
«Όχι, αλλά ποτέ δεν ταξιδεύω χωρίς αυτά» αποκρίνεται ο βιολόγος.
«Και πότε θα τα διαβάσετε;»
«Τα έχω διαβάσει… και όχι μόνο μια φορά.»
«Και δεν τα θυμάστε;»
«Τα θυμάμαι, όπως κι άλλα, πολύ περισσότερα…»
«Τρομερό!!! Και για τι πράγμα μιλάνε αυτά τα βιβλία;»
«Για ζώα…»
«Τυχεροί θα είναι οι γείτονες σας, που έχουν κοντά έναν κτηνίατρο…»
«Δεν είμαι κτηνίατρος· είμαι βιολόγος.»
«Ααααα!!! Και σε τι χρησιμεύουν όλα αυτά που ξέρετε αφού δεν γιατρεύετε ζώα;»
«Για να ξέρω. Να ξέρω όλο και περισσότερα. Να ξέρω περισσότερα από κάθε άλλον.»
«Κι αυτό σε τι χρησιμεύει;»
«Κοιτάξτε… Θα σας δείξω, και με την ευκαιρία θα κάνουμε πιο παραγωγικό αυτό το ταξίδι. Ας υποθέσουμε ότι βάζουμε ένα στοίχημα. Ας πούμε ότι για κάθε ερώτηση που σας κάνω σχετικά με ζώα και δεν ξέρετε να μου απαντήσετε, θα μου δίνετε ένα πέσο. Και για κάθε ερώτηση που θα μου κάνετε εσείς σχετικά με ζώα κι εγώ δεν θα ξέρω να σας απαντήσω, θα σας δίνω, ας πούμε, εκατό πέσος. Παρόλη τη διαφορά της χρηματικής αποζημίωσης, οι γνώσεις μου θα συμβάλλουν να γείρει υπέρ μου η πλάστιγγα, και στο τέλος του ταξιδιού θα έχω κερδίσει και λίγα χρήματα.»
Ο χωρικός σκέφτεται, σκέφτεται. Κάνει λογαριασμούς με το νου του και με τη βοήθεια των δαχτύλων του.
Τελικά λέει:
«Είστε βέβαιος;»
«Απολύτως» απαντάει ο βιολόγος.
Ο άνθρωπος με τις χωριάτικες βράκες χώνει το χέρι στην τσέπη και βγάζει ένα κέρμα του ενός πέσο (ένας χωρικός ποτέ δεν στοιχηματίζει εάν δεν έχει να πληρώσει).
«Ν’ αρχίσω εγώ πρώτος;» ρωτάει ο χωρικός.
«Αρχίστε» απαντάει με άνεση ο βιολόγος.
«Για ζώα;»
«Για ζώα…»
«Λοιπόν… Ποιο είναι το ζώο που έχει πούπουλα αλλά δεν γεννάει αβγά, όταν γεννιέται έχει δύο κεφάλια, τρέφεται μονάχα με πράσινα φύλλα και πεθαίνει όταν του κόψεις την ουρά;»
«Τι;» ρωτάει ο βιολόγος.
«Ρωτάω πώς λέγεται το ζώο που έχει πούπουλα αλλά δεν γεννάει αβγά, όταν γεννιέται έχει δύο κεφάλια, τρέφεται μονάχα με πράσινα φύλλα και πεθαίνει όταν του κόψεις την ουρά.»
Ο επιστήμονας μένει άναυδος και δείχνει συλλογισμένος.
Αμίλητος, ψάχνει μανιωδώς στη μνήμη του τη σωστή απάντηση…
Περνούν τα λεπτά.
Τότε, βρίσκει το θάρρος να ρωτήσει:
«Μπορώ να χρησιμοποιήσω τα βιβλία μου;»
«Φυσικά!» απαντάει ο αγρότης.
Ο άνθρωπος της επιστήμης αρχίζει ν’ ανοίγει τον ένα τόμο μετά τον άλλον, ψάχνει στα ευρετήρια, κοιτάζει τις φωτογραφίες… Μετά, βγάζει ένα χαρτί και κρατάει σημειώσεις.
Ύστερα κατεβάζει από το ράφι μια τεράστια βαλίτσα και βγάζει από μέσα τρία χοντρά βιβλία που τα συμβουλεύεται.
Έχουν περάσει δύο ώρες και ο βιολόγος εξακολουθεί να ξεφυλλίζει βιβλία, να ψάχνει και να μουρμουρίζει ενώ κάνει ακατανόητα σχήματα στο σημειωματάριό του.
Τελικά, από τα μεγάφωνα ανακοινώνουν ότι το τρένο φτάνει στο σταθμό. Ο βιολόγος επιταχύνει, ενώ λαχανιάζει ταραγμένος. Δεν τα καταφέρνει. Όταν το τρένο κόβει ταχύτητα, ο επιστήμονας βάζει το χέρι στην τσέπη, βγάζει ένα κολλαριστό χαρτονόμισμα των εκατό πέσος και λέει στον χωρικό:
«Κερδίσατε… Ορίστε.»
Ο χωρικός σηκώνεται όρθιος, παίρνει το χαρτονόμισμα, το κοιτάζει ικανοποιημένος και το χώνει στην τσέπη.
«Ευχαριστώ» του λέει, και παίρνοντας το δισάκι του πάει να φύγει.
«Περιμένετε, περιμένετε» τον σταματάει ο βιολόγος. «Ποιο είναι αυτό το ζώο;»
«Ααααα… Ούτε εγώ το ξέρω…» λέει ο αγρότης. Και χώνοντας πάλι το χέρι στην τσέπη, βγάζει το ένα πέσο και το δίνει στον επιστήμονα, λέγοντας: «Ορίστε ένα πέσο. Χάρηκα πολύ για τη γνωριμία, κύριε…»
Ο πιο διαβασμένος δεν ξέρει πάντα τα περισσότερα, ο πιο μορφωμένος δεν είναι και ο πιο καλλιεργημένος, δεν κερδίζει πάντοτε ο καλύτερα πληροφορημένος. Διδάσκει και η ζωή… και μάλιστα πολύ.