«Μια φορά υπάρχουμε, δεν υπάρχει τρόπος να υπάρξουμε δυο φορές και μάλλον δε θα υπάρξουμε και ξανά ποτέ. Κι εσύ που δεν εξουσιάζεις το αύριο, αναβάλλεις τη χαρά. Κι η ζωή πάει χαμένη με τις αναβολές σου», έλεγε ο Επίκουρος κι εσύ συμφωνείς μα δεν το δείχνεις. Πες μου αλήθεια, ζεις πραγματικά ;
Ή σκέφτεσαι τι έγινε χθες το βράδυ, ή μήπως φταίει που πάλι κάνει τσάρκες στο μυαλό σου εκείνη η πλανεύτρα αγάπη; Πάει καιρός κι εσύ έχεις μείνει ακόμη στην αδράνεια. Δε βλέπεις; Δεν πάει άλλο αυτή η κατάσταση. Ως πότε θα είσαι κομμάτια, ως πότε θα προσποιείσαι πως πλέον δε σε νοιάζει; Πως τάχα μου. το ξεπέρασες;
Η ζωή είναι μικρή, θέλει απόλαυση, ξεγνοιασιά, χαμόγελα. Η ζωή θέλει κάβλα ρε! Κι εσύ κάθεσαι και σκέφτεσαι αν πρέπει κι αν όχι. Κατάλαβε επιτέλους πως τα πρέπει και τα μη τα ορίζεις εσύ στον εαυτό σου κι όχι οι άλλοι. Εκείνοι είναι οι θεατές κι εσύ ο πρωταγωνιστής, σε μια παράσταση που η αυλαία δε θα πέσει ποτέ. Κάνε τις επιλογές σου και στήριξέ τις μέχρι την τελική πτώση. Πες τι θες αμέσως, μην το κάνεις βόλτα, κουράζεις και κουράζεσαι.
Μίλα, μίλα δυνατά, εξέφρασε την άποψή σου, πες τι σου αρέσει και τι όχι. Σταμάτα πια την υπερανάλυση, τα μούτρα και τους εγωισμούς. Κάνε τη ζωή, κολλητό σου και σπάσε πλάκα μαζί της.
Έπρεπε να μιλήσεις τότε που η γκόμενα στο κρεβάτι ήταν κομπάρσος κι έβγαζε απλώς ήχους ανά δυο λεπτά, έπρεπε να φύγεις όταν είδες πως το παλικάρι με το κρεβάτι δεν το έχει κι όχι να κάτσεις και την επόμενη να τον κράζεις. Η ζωή είναι πολύ μικρή για κακό κρεβάτι και για να σου εξηγήσω τι εννοώ, θυμήσου εκείνα τα βράδια που έσταζες από ιδρώτα μέσα σε ένα αυτοκίνητο. Θυμήσου εκείνο το γρήγορο σε ένα σοκάκι, που παραλίγο να σας δουν κάτι περαστικοί, θυμήσου εκείνη την ημέρα μέσα στην παραλία. Πάθος ε; Έλα λέγε, πόσο σου έχει λείψει;
Για όλα αυτά που κάποτε έκανες δε θα μετανιώσεις ποτέ, για εκείνα όμως που δείλιασες, θα μετανιώσεις. Μα την ώρα του απολογισμού θα είναι πια πολύ αργά. Ο χρόνος δε γυρνάει πίσω δυστυχώς, οι άνθρωποι όμως γυρνάνε. Γι’ αυτό κάνε ό,τι είναι να κάνεις τώρα, η ζωή είναι σαν έναν γλυκό καφέ. Η ζάχαρη πολλές φορές κάθεται στον πάτο και τότε εσύ δεν πρέπει να ανακατέψεις μα να ζητήσεις να σου φέρουν άλλο.
Γιατί όσο και να γυρνάς το καλαμάκι, η ζάχαρη δε θα διαλυθεί. Αν υπεκφεύγεις συνεχώς και βολεύεσαι στην απραξία τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει.
Για τους αποφασισμένους, η καθημερινότητα δεν απέχει πολύ από έναν καφέ. Τι εννοώ; Όταν λες σκέτο εννοείς σκέτο, όταν λες γλυκό εννοείς γλυκό κι όχι πετιμέζι και κυρίως ο μέτριος δεν είναι γλυκός, είναι απλώς μέτριος. Ο βαρύς είναι βαρύς κι η μονή δόση δεν είναι ελαφρύς, είναι μια κι όχι δυο δόσεις. Θέλεις να ξυπνάς το πρωί και να χάνεσαι στα χαρμάνια του, να τελείς ευλαβικά τη διαδικασία.
Θέλεις ηρεμία, δε θέλεις ερωτήσεις. Δε θέλεις να χτυπήσει το τηλέφωνο πριν εσύ πιεις τον καφέ σου. Είναι μια απ’ τις μεγαλύτερες απολαύσεις κι η ζωή είναι εξίσου πολύ μικρή για κακό καφέ. Η ζωή γενικά είναι πολύ μικρή. Ποιος της δίνει νόημα; Όχι όμως όλοι, υπάρχει μια κατηγορία ατόμων που κανείς δε θα ήθελε να περιβάλλεται. Οι μίζεροι άνθρωποι.
Η μιζέρια δεν προέρχεται απαραίτητα απ’ τη φτώχεια κι είναι χίλιες φορές προτιμότερο να είναι κάποιος αδύναμος οικονομικά παρά μίζερος. Είναι η έννοια της κακομοιριάς, αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι ευχαριστημένοι με τίποτα και κάνουν μπαμ από μακριά.
Είναι εκείνη η γνωστή της μάνας σου, που κάθε φορά που την πετυχαίνετε, αρχίζει τα οικονομικά. Στην ερώτηση «Τι κάνεις;» απαντά πάντα «εδώ στον αγώνα» και συνεχίζει για την πολιτική κατάσταση της χώρας. Όλα αυτά μέσα σε τρία λεπτά, έχει ταλέντο η γυναίκα.
Είναι ο σπαστικός γείτονας σου που σε βλέπει και όε σου λέει καλημέρα, είναι εκείνος που είστε στην ίδια παρέα μέσα στο κλαμπ και ποτέ δεν περνάει καλά. Είναι εκείνο το παιδί που κανένα φαγητό δεν του αρέσει ποτέ και πάντα γκρινιάζει χωρίς να ξέρει και το ίδιο τι θέλει.
Οπως λέει και το λεξικό: Άνθρωποι ελλιπείς ή ανεπαρκείς από άποψη ποιότητας και ποσότητας. Τι δουλειά έχεις εσύ με αυτούς; Απομακρύνσου, διεκδίκησε, χαμογέλασε, φώναξε, τραγούδησε, ζήσε ρε!
Επιμέλεια Κειμένου Μαρίας Καλλιοντζή: Πωλίνα Πανέρη