Στις 2 Απριλίου του 1805 στην πόλη Όντενσε της Δανίας, ήρθε στη ζωή ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, ένας από τους πιο αγαπημένους παιδικούς συγγραφείς που με την πένα του ζωντανεύει μέχρι σήμερα, ασχημόπαπα, μολυβένια στρατιωτάκια και μπαλαρίνες στα μάτια κάθε μικρού αναγνώστη.
Ενώ τα έργα του Άντερσεν είναι σχεδόν άγνωστα έξω από τη Δανία και τις γειτονικές της χώρες, τα παραμύθια του είναι από τα πιο πολυμεταφρασμένα έργα σε όλη την ιστορία της λογοτεχνίας.
“Ένα περίεργο παιδί με εξαιρετική φαντασία”, έτσι χαρακτηριζόταν ο αγαπημένος λογοτέχνης από τους περαστικούς που τον έβλεπαν να περπατά στον δρόμο. Προχωρούσε σαν ονειροπαρμένος και το μυαλό του δεν το είχε πουθενά αλλού παρά μόνο στα ποιήματα και στο διάβασμα. Έργα, ποιήματα, διηγήματα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις.
Στον χώρο της παγκόσμιας λογοτεχνίας ωστόσο, ο μελαγχολικός Άντερσεν εδραιώνεται για τα παραμύθια που γράφει. Καθιερώνεται ως κορυφαίος του είδους για τη συγγραφή συνολικά 168 παραμυθιών, τα περισσότερα από τα οποία έχουν μεταφραστεί στις περισσότερες γλώσσες του κόσμου.
Ό,τι γράφει, βασίζεται κυρίως σε λαϊκούς θρύλους. Οι περισσότεροι ήρωες του διαπνέονται από έναν ηθικό ρεαλισμό παρά την ανάγκη εκπλήρωσης μιας επιθυμίας. Οι κακοί δεν είναι δράκοι ή μάγισσες, αλλά εκπροσωπούν ανθρώπινες αδυναμίες και ελαττώματα, όπως είναι η εγωιστική αδιαφορία και η ματαιοδοξία.
Ορισμένα από τα παραμύθια του αποκαλύπτουν μια αισιόδοξη πίστη στην επικράτηση του καλού και του ωραίου αλλά είναι βαθιά απαισιόδοξα και συνήθως έχουν δυσάρεστο τέλος.
Το άσχημο τέλος που όριζαν οι τελευταίες σελίδες των παραμυθιών του ήταν εμπνευσμένο μάλλον από την ίδια του τη ζωή. Γιος ενός παπουτσή και μιας πλύστρας, μένει ορφανός από πατέρα στα έντεκα του χρόνια και κάνει διάφορες δουλειές για να τα φέρει βόλτα αυτός και η μητέρα του.
Προσπάθησε να μάθει την τέχνη του πατέρα του αλλά μάταια, ενώ όταν αποφοίτησε από το σχολείο των άπορων παιδιών, μπήκε σε ένα ραφτάδικο για να μάθει την τέχνη αλλά η προσπάθεια δεν απέδωσε καρπούς.
Το προσωπικό του καταφύγιο, για τις ελάχιστες ελεύθερες ώρες που είχε, ήταν ένα μικρό κουκλοθέατρο. Έφτιαχνε με τα ίδια του χέρια τις κούκλες, τις έντυνε και έδινε τις δικές του προσωπικές παραστάσεις με έργα κυρίως του Σαίξπηρ που απομνημόνευε με ιδιαίτερη ευκολία.
Η χάρη του αυτή έφτασε στα αυτιά του βασιλιά της Δανίας Φρειδερίκου του 6ου, ο οποίος ενδιαφέρθηκε να γνωρίσει από κοντά το “παράξενο” αυτό αγόρι. Στη συνέχεια, τον έστειλε σε ένα από τα καλύτερα σχολεία της χώρας, καταβάλλοντας ο ίδιος τα δίδακτρα.
Ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν τελείωσε με ιδιαίτερη δυσκολία το Γυμνάσιο σε ηλικία 23 ετών. “Τα χρόνια αυτά ήταν τα πιο πικρά και σκοτεινά της ζωής μου”, γράφει στην αυτοβιογραφία του. Στη συνέχεια γράφεται στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του.
Με μόνη περιουσία 30 φράγκα και με το όνειρο να γίνει ηθοποιός, δίνει εξετάσεις στη Βασιλική Σχολή Θεάτρου από τις οποίες απορρίφθηκε επειδή ήταν “άσχημος και αδύνατος”. Το 1822 εκδίδει το πρώτο του βιβλίο που θα περάσει απαρατήρητο.
Έως το 1872, ο Άντερσεν γράφει τα πιο γνωστά και αγαπημένα παραμύθια των μικρών και μεγάλων του θαυμαστών. Τα βήματά του θα τον φέρουν ως την Ελλάδα τον Μάρτιο του 1841.
Στο οδοιπορικό του “Το Παζάρι ενός ποιητή”, που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις “Εστία” με τον τίτλο “Οδοιπορικό στην Ελλάδα” περιγράφει λεπτομερώς τη διαμονή στην Αθήνα.
Ο Άντερσεν απορρίφθηκε από τις εξετάσεις της Βασιλικής Σχολής Θεάτρου επειδή ήταν “άσχημος και αδύνατος”
Παρά τις ανησυχίες και τις φοβίες του, δεν δίστασε να ταξιδέψει και να επισκεφτεί το Θησείο, το Φάληρο, τον Κολωνό και την Ακρόπολη, όπου ανέβαινε κάθε μέρα. Με ειδική άμαξα εξόρμησε στα χωριά των Μεσογείων, αλλά και τις πλαγιές της Πεντέλης.
Ο ήσυχος παραμυθάς αφιέρωσε τη ζωή του ολοκληρωτικά στη συγγραφή έργων για παιδιά, δίνοντας την εικόνα ενός φιλόδοξου, ματαιόδοξου, ευαίσθητου και ευφυή άνδρα. Δεν είχεπ ποτέ κάνει ερωτικές πράξεις και δεν έκανε ποτέ οικογένεια αλλά ερωτεύθηκε πολλές φορές, βαθιά όπως τη διάσημη Σουηδέζα τραγουδίστρια, Γιένυ Λιντ.
Την άνοιξη του 1872, ο Άντερσεν πέφτει από το κρεβάτι του και χτυπάει σοβαρά. Δεν ξαναέγινε ποτέ εντελώς καλά και στις 4 Αυγούστου του 1875 σε ηλικία 70 ετών, αφήνει την τελευταία του πνοή και ένα σωρό όνειρα στοιβαγμένα στις αγαπημένες μας κιτρινισμένες σελίδες.
To άγαλμα του στο κεντρικό πάρκο της Νέας Υόρκης
Φράσεις του:
- “Το να ζεις μόνο δεν είναι αρκετό, είπε η πεταλούδα. Πρέπει να έχεις λιακάδα, ελευθερία και ένα μικρό λουλούδι”
- “Να είσαι χρήσιμος στον κόσμο, είναι ο μόνος τρόπος να είσαι ευτυχισμένος”
- “Η ζωή είναι μια ωραία μελωδία. Μόνο οι στίχοι είναι λίγο μπερδεμένοι”
- “Οτιδήποτε βλέπεις, μπορεί να γίνει ένα παραμύθι και μπορείς να βγάλεις μια ιστορία από οτιδήποτε αγγίξεις”
- “Αλλά μια γοργόνα δεν έχει δάκρυα, γι’ αυτό υποφέρει πολύ περισσότερο”
Μερικά από τα πολύ γνωστά παραμύθια του είναι:
- Η μικρή γοργόνα
- Τα καινούρια ρούχα του αυτοκράτορα
- Οι αγριόκυκνοι
- Η Βασίλισσα του χιονιού
- Η Βασιλοπούλα και το ρεβίθι
- Η Τοσοδούλα
- Το ασχημόπαπο
- Τα κόκκινα παπούτσια
- Χόλγκερ ο Δανός
- Το κοριτσάκι με τα σπίρτα
- Το μολυβένιο στρατιωτάκι
- Η δύναμη της αγάπης
- Ένα τριαντάφυλλο από τον τάφο του Ομήρου