Ήταν μεσημέρι της 14ης Οκτωβρίου του 1862 όταν οι Αθηναίοι πανηγύριζαν την έξωση του βασιλιά στην τότε πλατεία Όθωνος που μετονομάστηκε σε πλατεία Ομονοίας. Από τότε και μέσα στα 150 χρόνια που ακολούθησαν η πλατεία που αποτέλεσε άλλοτε το κοσμοπολίτικο και συνάμα λαϊκό σημείο συνάντησης των Αθηναίων πέρασε από διάφορες εποχές ανακατασκευές και χρώματα για να καταλήξει στη σημερινή γκρίζα εικόνα της…
Τα πρώτα σχέδια που έγιναν των Κλεάνθη και Σάουμπερτ, αποτύπωναν μια πλατεία ορθογώνια η οποία θα ονομαζόταν πλατεία Ανακτόρων. Ο χώρος άλλωστε προοριζόταν για την ανέγερση των Ανακτόρων αφού η θέα της Ακρόπολη ήταν ιδανική. Το σχέδιο όμως απορρίφθηκε από τον Λουδιβίκο, τον πατέρα του Όθωνα, λόγω της περιοχής η οποία γειτνίαζε με εργατικές συνοικίες και ήταν σε κοίλωμα κοντά στα έλη του Κηφισού. Την ιδέα της ανέγερσης των ανακτόρων ακολούθησε εκείνη του Ναού του Σωτήρος, προκειμένου το έθνος να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του προς το Θείο για την απελευθέρωση. Ο έρανος, όμως, δεν απέδωσε τα αναμενόμενα και το ποσό που συγκεντρώθηκε διατέθηκε για την ανέγερση του ναού της Μητροπόλεως.
Έτσι το 1834, τα σχέδια χρειάζεται να επανεξεταστούν και η αναθεώρησή τους ανατίθεται στον αρχιτέκτονα Λέο Φον Κλέντσε. Στην νέα της εκδοχή η πλατεία θα είχε κυκλικό σχήμα ενώ θα ήταν ομώνυμη του τότε βασιλειά Όθωνα. Και αυτό το σχέδιο δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Εν τέλει η πλατεία κατασκευάζεται το 1846 με βασιλικό διάταγμα και παίρνει ορθογώνιο σχήμα. Η πλατεία Όθωνος, όπως ονομάστηκε προς τιμήν του βασιλιά, αποτελούσε το βορειότερο άκρο της πόλης και το τέρμα του εξοχικού περιπάτου των Αθηναίων της εποχής.
Το σημερινό της όνομα αποκτά το 1862 όταν γίνεται σύμβολο ενότητας των αντιμαχόμενων πολιτικών πλευρών μετά την εκθρόνιση του βασιλιά. Εκείνο το μεσημέρι της 14ης Οκτωβρίου, ο πρόεδρος της προσωρινής κυβέρνησης, Δημήτριος Βούλγαρης, γνωστός και ως Τζουμπές, απευθύνεται μετά την δοξολογία στο συγκεντρωμένο πλήθος και λέει:
«Ας ορκισθώμεν επί της Πλατείας ταύτης, της λαβούσης ήδη το ωραίον της «Ομονοίας» όνομα, και ας είπη έκαστος εξ ημών: Ορκίζομαι πίστιν εις την πατρίδα και υπακοήν εις τας εθνικάς αποφάσεις».
Αυτή η ένδοξη και επαναστατική φράση σηματοδότησε την απαρχή της ιστορίας της Πλατείας Ομόνοιας η οποία γνώρισε από τότε διάφορες «εποχές», οράματα και υποσχέσεις…
Η πράσινη εποχή
Εκείνη την εποχή η Ομόνοια χαρακτηρίζεται από την αύρα μιας κοσμικής και μεσοαστικής Αθήνας σε συνδυασμό πάντα με τη νότα που της έδιναν οι εργατικές περιοχές που βρίσκονται κοντά της. Το 1877, η πλατεία φωτίζεται με λάμπες φωταερίου, δεντροφυτεύεται και στο κέντρο της κατασκευάζεται μια μαρμάρινη πολυγωνική εξέδρα μουσικής, όπου φιλοξενεί την μπάντα κάθε Κυριακή.
Τρία χρόνια αργότερα, γίνεται η αφετηρία του ιπποσιδηροδρόμου, ενώ το 1889, στο τέλος της Αθηνάς, οικοδομείται σε σχέδια του Ερνεστ Τσίλερ το ξενοδοχείο Μέγας Αλέξανδρος, σήμα κατατεθέν της περιοχής, η οποία σταδιακά μεταμορφώνεται σε σημείο αναφοράς της κοσμικής κίνησης της πόλης κι αρχίζει να ανταγωνίζεται την αίγλη της πλατείας Συντάγματος.
Στην αναβάθμιση αυτή βοηθούν και οι αφίξεις νέων καταστημάτων όπως το «Σολώνειο», το «Βυζάντιο», το «Ζούνης», το «Χαραμής», το «Ομόνοια» και φυσικά η γνωστή «Ήβη», όπου συγκεντρώνεται όλος ο «καλός κόσμος» της εποχής.
Οι ιδιοκτήτες των καφενείων της περιοχής προσπαθούν να προσελκύσουν όλο και περισσότερη πελατεία. Ανοίγουν τις πόρτες τους στις κυρίες και δανείζονται στοιχεία από τα ζαχαροπλαστεία. Ελληνικές και ξένες, κυρίως γαλλικές εφημερίδες, καθώς και περιοδικά δημιουργούν άτυπα αναγνωστήρια, ενώ ορχήστρες φροντίζουν για τη μουσική υπόκρουση. Την εικόνα συμπληρώνουν τραγουδιστές και τραγουδίστριες του μελοδράματος.
Δίπλα στον τούρκικο καφέ που ψήνει ο ταμπής με δέκα λεπτά το φλιτζάνι, παρασκευάζεται και ο «Βιενναίος», ο ευρωπαϊκός καφές, με γάλα ή κρέμα, ο οποίος κοστίζει 40 λεπτά.Το νερό έρχεται από το Μαρούσι σε στάμνες και πληρώνεται ξεχωριστά, 5 λεπτά το ποτήρι. Πάστες, γλυκά φούρνου, παγωτά και ηδύποτα συμπληρώνουν τον κατάλογο.
Εκτός από τα καφενεία, λειτουργούν τα ζυθοπωλεία, οι ταβέρνες, τα ξενοδοχεία και φυσικά τα καφωδεία και τα καφέ σαντάντ. Τα τελευταία όμως σε συνδυασμό με την άφιξη των αμανετζίδικων στην περιοχή του Ψυρρή, είναι εκείνα που κάνουν την Ομόνοια να χάσει την μάχη για την πιο αριστοκρατική περιοχή δίνοντας το προβάδισμα στην πλατεία Συντάγματος. Στο τέλος αυτού αιώνα, το 1895 δημιουργείται ο σταθμός του τρένου Αθηνών-Πειραιώς.
Στον «Ρωμηό» του 1907 διαβάζουμε για εκείνη την εποχή:
«Ίτε πάντες εις της Ήβης το γνωστόν ζυθοπωλείονΝικολή του Γιακουμάκη, τέλειον εκ των τελείων.Ανοιχτόν μέχρι πρωίας στην Ομόνοιαν εκεί,εντελής καθαριότης κι’ έξοχος μαγειρική,μπύρα πρώτη Κλωναρίδη και ποικίλα φαγητά,ο καλλίτερος ο κόσμος, πάντοτε σ’ αυτό φοιτά»
Η εποχή των Μουσών και η ιστορία της Καλλιόπης
Περνούν σχεδόν τριάντα χρόνια για να αλλάξει και πάλι όψη η πλατεία. Όταν το 1930, ολοκληρώνονται τα έργα για τον υπόγειο σιδηρόδρομο τα εγκαίνια του οποίου πραγματοποιεί ο Ελευθέριος Βενιζέλος, εκτός από το κυκλικό σχήμα, η πλατεία αποκτά μια εικόνα λιγότερο πράσινη εικόνα και περισσότερο αστική.
Οι φοίνικες τα λουλούδια και τα ξύλινα παγκάκια δεν υπάρχουν πια. Στη θέση τους δεσπόζουν τα μαρμάρινα κυκλιδώματα που οδηγούν στον υπόγειο σιδηρόδρομο, ενώ στο κέντρο της, κατασκευάζονται περίπτερα για τους ανθοπώλες. Περιμετρικά τοποθετούνται οκτώ τσιμεντένιες Μούσες για να καλύψουν τους αεραγωγούς του τρένου που μένουν στην ιστορία ως οι «Μούσες της Ομόνοιας»… Πάνω από τα αγάλματα υψώνονταν ψηλοί τσιμεντένιοι κίονες, στην κορυφή των οποίων υπήρχαν καπνοδόχοι….