Γράφει ο Μανώλης Χατζημανώλης
O Xριστιανισμός έφτασε στην Ιαπωνία το 1549 μ.Χ, όταν ο Ισπανός ιεραπόστολος Φραγκίσκος Ξαβέριος αφίχθηκε από την Κίνα μαζί με μια ομάδα Ιησουιτών συναδέλφων του και Ιαπώνων προσύλητων. Η νέα θρησκεία βρήκε σχεδόν άμεσα πρόσφορο έδαφος. Η δυτική χώρα γέμισε χριστιανικές εκκλησίες, ενώ σύντομα ιδρύθηκαν καθολικές ιεραποστολές στο Ναγκασάκι, σημαντικό λιμάνι στην νήσο Κιουσού, και στην πρωτεύουσα Κιότο στο κεντρικό Χονσού. Τέσσερις Ιάπωνες υποψήφιοι ιερείς και ιεραπόστολοι στάλθηκαν στην Ρώμη για να εκπαιδευτούν και να γνωρίσουν τον Πάπα, ενώ μέχρι το 1581 υπήρχαν στην χώρα 150.000 Χριστιανοί, εκ των οποίων οι 100.000 στο Κιουσού. Το σύμβολο του σταυρού έγινε κοινό στην Ιαπωνία, καθώς οι Χριστιανοί στρατιώτες τον έβαζαν πάνω στην πανοπλία τους, ενώ ακόμα και σε μικρές κοινότητες φτιάχνονταν απλοί ξύλινοι σταυροί που λατρεύονταν κατά τα πρότυπα του Σίντο, της αρχέγονης ιαπωνικής θρησκείας.
Αυτή η αρχική μεγάλη επιτυχία θα μπορούσε να αποδοθεί στις άοκνες προσπάθειες ενός άλλου Ιησουίτη, του Ιταλού Αλεσάντρο Βαλινιάνο, ενός ιεραπόστολου που εργάστηκε πραγματικά για να κατανοήσει σε βάθος τις ιαπωνικές ιδιαιτερότητες, ενώ και το εμπόριο με την Δύση έπαιξε επίσης σημαντικό ρόλο, καθώς πολλοί νταϊμιο (πολέμαρχοι) θέλοντας να συσφίξουν τις σχέσεις τους με τους Ευρωπαίους εμπόρους που τους προμήθευαν με νιτρικό κάλιο, την πρώτη ύλη για το μπαρούτι, έδειξαν μεγάλη ανοχή στην διάδοση του Χριστιανισμού. Ο Όντα Νομπουνάγκα, ο ισχυρότερος νταϊμιο της εποχής και θεωρούμενος ως ο πρώτος από τους τρεις ενοποιητές της χώρας, εγγυήθηκε την ασφάλεια των ιεραπόστολων στην νήσο Χονσού και στο Κιότο, ενώ στη νήσο Κιουσού οι ιεραπόστολοι βοηθήθηκαν από νταϊμιο που είχαν βαφτιστεί και οι ίδιοι Χριστιανοί.
Αυτή η θετική κατάσταση για τον Χριστιανισμό στην Ιαπωνία άρχισε να μεταβάλλεται δυσμενώς μετά τον θάνατο του Νομπουνάγκα το 1582. Αν και ο διάδοχός του και θεωρούμενος δεύτερος ενοποιητής της Ιαπωνίας, στρατηγός Τογιοτόμι Χιντεγιόσι, είχε αρχικά κρατήσει την ίδια πολιτική ανοχής με τον προκατοχό του, άλλαξε στάση μετά το 1587, όταν κατέκτησε το Κιουσού. Όντας πλέον ο αδιαφιλονίκητος κυρίαρχος της Ιαπωνίας, ο Χιντεγιόσι άρχισε να ασχολείται με τις έξωθεν απειλές και κυρίως με την ευρωπαϊκή επέκταση στην ανατολική Ασία, ενώ έλαβε μέτρα και για να επιβληθεί στους επιρρεπείς προς την επιρροή των δυτικών ιεραποστόλων “Κιρισιτάν” (Χριστιανούς) νταϊμιο της δυτικής Ιαπωνίας. Καθώς είχε ακούσει ιστορίες για το πώς χριστιανικές ιεραποστολές είχαν προηγηθεί των Ισπανών κονκισταδόρων κατά την κατάκτηση της Αμερικής, οι καθολικοί ιεραπόστολοι στοχοποιήθηκαν ως αποσταθεροποιητικός παράγοντας για την εξουσία του. Όλοι τους διατάχθηκαν να εγκαταλείψουν το Χονσού, ενώ Χριστιανοί νταϊμιο του νησιού έπεσαν σε δυσμένεια και εξορίστηκαν στις υπό ισπανική κατοχή Φιλιπίννες και αλλού. Το 1597, είκοσι έξι Ιάπωνες ιεραπόστολοι σταυρώθηκαν, σηματοδοτωντας την πρώτη στοχευμένη εκτέλεση Καθολικών στην χώρα. Παρόλα αυτά η διάδοση του Χριστιανισμού συνεχίστηκε. Ο αριθμός των Χριστιανών στην χώρα έφτασε τις 300.000, ενώ Ιησουϊτες ιεραπόστολοι συνόδεψαν τους Χριστιανούς νταϊμιο κατά την ιαπωνική εισβολή στην Κορέα την δεκαετία του 1590.
Σύντομα το κλίμα στις δυτικές επαρχίες έγινε εκρηκτικό. Βάση του στρατιωτικού κώδικα μπουσίντο που ακολουθούσαν οι σαμουράι, όσοι από αυτούς έχαναν τον αφέντη τους μετατρέπονταν σε “ρονίν”, άνεργους σαμουράι χωρίς εργοδότη που κατέφευγαν στην ληστεία για να εξασφαλίσουν τα προς το ζειν. Oι Χριστιανοί αγρότες του Κιουσού στέναζαν από την βαριά φορολογία και τους θρησκευτικούς διωγμούς, ενώ βάναυσοι και ανίκανοι διοικητές που διόριζαν οι Τοκουγκάβα από την έδρα τους στο μακρινό κάστρο Έντο (σημερινό Τόκιο) χειροτέρευαν την κατάσταση.
Αυτές ήταν οι συνθήκες τον Δεκέμβριο του 1637, όταν οι χωρικοί της χερσονήσου Σιμαμπάρα και των νήσων Αμακούσα, απηυδισμένοι από την υπερφορολόγηση, την φτώχεια και κάποιες βάναυσες εκτελέσεις που αποτέλεσαν την τελευταία σταγόνα, εξεγέρθηκαν κατά των νταϊμιο Ματσουκούρα Σιγκεχάρου της επαρχίας Σιμαμπάρα και Τερασάβα Κατατάκα της επαρχίας Καράτσου. Στις τάξεις τους εντάχθηκαν επίσης ρονίν που είχαν υπηρετήσει κατά το παρελθόν οίκους όπως οι Αμακούσα, οι Σίκι και οι Χριστιανοί Αρίμα, οι οποίοι είχαν εκτοπιστεί από τις επαρχίες τους στις αρχές του αιώνα και αντικαταστάθηκαν από τους Ματσουκούρα. Έτσι οι χωρικοί απέκτησαν ηγεσία και συντρόφους με εμπειρία στην πολεμική τέχνη.
Σύνταγμα 3.000 σαμουράι που στάλθηκε από τις αρχές στο Ναγκασάκι για να καταστείλει την εξέγερση εξοντώθηκε από τους επαναστάτες, ενώ σύντομα τα κάστρα των οικογενειών Τερασάβα και Ματσουκούρα βρέθηκαν υπό πολιορκία. Η άφιξη ενισχύσεων σταλμένων από την Μπακούφου, την στρατιωτική συνέλευση του Σογκουνάτου στο Έντο, ανάγκασε τελικά τους επαναστάτες να καταφύγουν στο εγκαταλελειμένο κάστρο της Χάρα, πρώην έδρα της οικογένειας Αρίμα στην χερσόνησο της Σιμαμπάρα. Οι οχυρώσεις του κάστρου ανακατασκευάστηκαν, ενώ αποθέματα σε πυρίτιδα και τρόφιμα συγκεντρώθηκαν από τις λεηλατημένες αποθήκες των Ματσουκούρα.
“Δεν υπάρχουν πλέον ανδρείοι στρατιώτες σε αυτό το βασίλειο να πολεμήσουν μαζί μας; Και δεν ντρέπονται να καλούν σε βοήθεια τους ξένους να τους βοηθήσουν ενάντια στις μικρές δυνάμεις μας;”
Με τον εγωϊσμό τους θιγμένο, οι κυβερνητικοί σαμουράι εξαπέλυσαν έφοδο κατά την οποία σκοτώθηκε ο διοικητής τους. Νέες ενισχύσεις για τους κυβερνητικούς έφτασαν με τον αντικαταστάτη του, αλλα η τόλμη των εξεγερμένων έφτασε το αποκορύφωμά της τον Φεβρουάριο του 1638, όταν μια έξοδος της φρουράς είχε ως αποτέλεσμα την εξόντωση 2.000 σαμουράι από την επαρχία Χίζεν. Ο χειμώνας όμως υπήρξε σκληρός και για τους δυο αντιμαχόμενους, με την πλάστιγγα να γέρνει σταδιακά υπέρ της πλευράς του Σογκουνάτου, καθώς οι επαναστάτες ξέμεναν από τρόφιμα, πυρομαχικά και λοιπές προμήθειες.
Μέχρι τον Απρίλιο, 200.000 κυβερνητικοί στρατιώτες είχαν συγκεντρωθεί για να αντιμετωπίσουν τους 30.000 υπερασπιστές της Χάρα. Μια τελευταία έξοδος των επαναστατών στις αρχές του μήνα αποκρούστηκε, ενώ από αιχμάλωτους οι πολιορκητές πληροφορήθηκαν την απελπιστική κατάσταση μέσα στο οχυρό. Στις 12 Απριλίου του 1638 οι πολιορκημένοι της Χάρα υπέκυψαν σε μια γενική έφοδο, όταν στρατιώτες των Κουρόντα από την επαρχία Χίζεν κατέλαβαν τους εξωτερικούς προμαχώνες. Παρά την λυσσώδη αντίσταση, μέχρι τις 15 του μήνα είχαν τελειώσει όλα.
Η μάχη για την Σιμαμπάρα, η τελευταία μεγάλη σύρραξη στην Ιαπωνία μέχρι το 1860, κόστισε στους Τοκουγκάβα περισσότερους από 20.000 νεκρούς και τραυματίες και η εκδίκησή τους υπήρξε τρομερή. Πάνω από 35.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν κατά την μάχη ή εκτελέστηκαν. Το κάστρο της Χάρα κάηκε και τα ερείπια του θάφτηκαν επί τόπου μαζί με τους νεκρούς επαναστάτες. Οι Ευρωπαίοι έμποροι, έχοντας θεωρηθεί ύποπτοι για ευνοϊκή διάθεση έναντι των επαναστατών, εκδιώχθηκαν από την χώρα, ενώ η πολιτική απομονωτισμού των Τοκουγκάβα έγινε ακόμα αυστηρότερη μετά το 1639. Από τις διώξεις δεν γλίτωσε ούτε ο Ματσουκούρα Σιγκεχάρου, ο οποίος εκτελέστηκε σαν ο αποδιοπομπαίος τράγος για την κρίση.
Οι επαρχία Σιμαμπάρα ως αποτέλεσμα του πολέμου ερημώθηκε από τους κατοίκους της. Για να διατηρηθεί η οικονομία της περιοχής οι Τοκουγκάβα εγκατέστησαν αγρότες από άλλες περιοχές της Ιαπωνίας, ενώ βουδιστές ιερείς φρόντιζαν για την συστηματική κατήχηση των κατοίκων. Ο Χριστιανισμός απαγορεύτηκε και οι ελάχιστες χριστιανικές κοινότητες επέζησαν κινούμενες στην παρανομία. Σήμερα, μόλις το 1% των Ιαπώνων δηλώνουν Χριστιανοί, αν και το άνοιγμα της ιαπωνικής κοινωνίας στην δυτική κουλτούρα μετά τον Β’ΠΠ έφερε στην χώρα έθιμα, όπως ο εορτασμός των Χριστουγέννων και οι δυτικού τύπου γάμοι.