Menu
in

Γιώργος Μαργαρίτης: «Έχω ένα σπιτάκι, το οποίο θα το δώσω σε οικογένεια με δυο παιδάκια για να μεγαλώσουν εκεί μέσα»

Η πρώτη συνέντευξη καλλιτέχνη για στο koutipandoras.gr είναι αυτή με τον λαϊκό τραγουδιστή Γιώργο Μαργαρίτη. Μία φιλική κουβέντα που διαβάζεται απολαυστικά σαν μία αναδρομή στη ζωή του ερμηνευτή που ήρθε από τα Τρίκαλα στην Αθήνα σε εφηβική ηλικία, έχοντας τα εύσημα του Τσιτσάνη, για να γράψει τη δική του ιστορία!

Μου αρέσουν οι άγνωστες ιστορίες για απρόσμενες συναντήσεις καλλιτεχνών, που προέρχονται από διαφορετικούς χώρους! Την ακόλουθη σύντομη ιστορία μού είχε αφηγηθεί παλιότερα η συνθέτρια Λένα Πλάτωνος: Το 1959 είχε βρεθεί στο σπίτι της οικογένειας Μαργαρίτη στην Αθήνα, στην οδό Καυκάσου της Κυψέλης.

Η Πλάτωνος, κάτω από 10 ετών τότε, ήταν συμμαθήτρια στο σχολείο με τη μία από τις δύο αδερφές του Γιώργου Μαργαρίτη, ο οποίος είχε μπει στα 14. «Τον θυμάμαι ξαπλωμένο σ’ ένα ντιβανάκι που είχαν, πιο παχουλούτσικος απ’ ότι είναι σήμερα, να λέει ότι θα γίνει τραγουδιστής μια μέρα! Τον είχα ακούσει μάλιστα να τραγουδάει λαϊκά τραγούδια της εποχής – νομίζω ένα του Μπάμπη Τσετίνη – και, πραγματικά, είχε πολύ ιδιαίτερη φωνή σαν μικρό παιδί που ήταν»

Η μαρτυρία της Πλάτωνος είναι ενδεικτική για το πώς ο Μαργαρίτης ήρθε από τα Τρίκαλα στην Αθήνα με σκοπό να κυνηγήσει τ’ όνειρο του και, όπως αποδείχτηκε, ν’ αφήσει τελικά το δικό του ισχυρό στίγμα στο λαϊκό τραγούδι από τη δεκαετία του 1970 μέχρι σήμερα που είναι «μάχιμος» και σταθερά κοσμαγάπητος.

Τα όσα λέει ο Μαργαρίτης στην συνέντευξη μας έχουν το ενδιαφέρον τους και διαβάζονται σαν μια χαλαρή φιλική κουβέντα, παρόλο που συναντιόμασταν για πρώτη φορά με ένα μαγνητοφωνάκι ανάμεσα μας. Πάντως, αυτό που εγώ αποκόμισα από τη συνομιλία μας είναι πως πρόκειται για έναν ευφυή καλλιτέχνη με αισθητικό κριτήριο, ειδικά όταν αναφερθήκαμε σε πρόσωπα και καταστάσεις, που έμειναν εκτός κειμένου.

Με το πρώτο βιβλίο του στις προθήκες ήδη των βιβλιοπωλείων – θ’ ακολουθήσει το β’ μέρος της βιογραφίας του μεσ’ στο 2020 – και με μία μεγάλη συναυλία στα σκαριά για τις 17 Ιανουαρίου, στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά, ο Γιώργος Μαργαρίτης μίλησε για όλους και για όλα με άποψη, τόλμη, αλλά και ευαισθησία.

(Το λόγο παίρνει πρώτος ο Γιώργος Μαργαρίτης) Καλησπέρα, Αντώνη, καλώς ήρθες και χρόνια πολλά! Να έχουμε καλή χρονιά, η πιο καλή απ’ όλες να είναι!

Δεν ήταν καλές οι άλλες χρονιές, έτσι;

Να είναι πιο καλή ακόμα! Δεν γίνεται;

Η ζωή τα φέρνει δύσκολα τελευταία, το ξέρεις…

Το ξέρω και σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ που μου δίνεις την ευκαιρία να πω πέντε πράγματα τέτοιες μέρες γιορτινές, να μάθουν οι φίλοι μου που βρίσκομαι, τι κάνω και πως βλέπω τα πράγματα.

Λες να σε ψάχνει κανείς; Δεν έχεις χαθεί, πάντα είσαι στην επικαιρότητα.

Εντάξει, έχω κάναν χρόνο περίπου που δεν εμφανίζομαι μεσ’ στην Αθήνα.

Ήταν συνειδητή επιλογή αυτό;

Επιλογή μου, για να τελειώσουν τα δύο βιβλία που έγραψα. Το ένα βγήκε, τ’ άλλο θα πάει κατά το Πάσχα.

Μάλιστα. Αφιέρωσες δηλαδή ένα χρόνο στα βιβλία σου;

(γελάει) Δεν είναι ένας χρόνος, το ένα βιβλίο συνοψίζει τα σαράντα χρόνια μου και τ’ άλλο τα πενήντα, αφού θα’ναι η βιογραφία μου ολόκληρη.

Η διαδικασία ποια ήταν; Αφηγήσεις σε κάποιον που είχε την επιμέλεια ή κάθισες μόνος σου και τα έγραψες;

Τα έγραψα μόνος μου. Είναι πέντε χρόνια και παραπάνω που το ξεκίνησα από διάφορα χαρτάκια και σημειώσεις μου, που είχα κρατημένα.

Ένας τραγουδιστής αφήνει τα τραγούδια του. Τι το διαφορετικό έχει ν’ αφήσει τα βιβλία του;

Το βιβλίο για μένα είναι τα πενήντα χρόνια της ταλαιπωρίας μου. Έτσι θέλω να τη λέω! Υπήρξαν καλές, υπήρξαν και κακές στιγμές. Τις κακές δεν θέλω να τις θυμάμαι.

Τις αναφέρεις ή όχι μεσ’ στο πρώτο βιβλίο;

Τις αναφέρω. Όχι όλες, γιατί έχουμε και συνέχεια. Το βιβλίο σημαίνει πως όσοι σ’ αγαπούν, σ’ εκτιμούν και πιστεύουν πως έχεις προσφέρει για την πατρίδα, θα το κάνουν και επιτυχία. Για μένα, δε, είναι και μια μεγάλη ικανοποίηση.

Η τέχνη, το τραγούδι, έχει πατρίδα, Γιώργο Μαργαρίτη;

Ε, βέβαια, τι; Ελλάδα είμαστε και μένα η Αθήνα είναι η επίσημη αγαπημένη μου! Είναι πολλά τα χρόνια μου εδώ, εξήντα, μαζί με τους φίλους, την οικογένεια μου, τα πάντα.

Η αλήθεια είναι πως δεν περίμενα να συναντήσω τον Μαργαρίτη στον «Βάρσο» της Κηφισιάς. Θα ταίριαζε περισσότερο σ’ ένα κουτούκι στο Αιγάλεω, όπως όταν είχα βρεθεί με τον Ζαγοραίο.

(γελάει) Εγώ είμαι χειρότερος! Πρώτη φορά έρχομαι εδώ!

Αλήθεια τώρα;

Για σένα ήρθα εδώ, επειδή ανέβηκες με τον ηλεκτρικό. Τι να σου έλεγα; Πάρε ένα ταξάκι κι έλα στο Καματερό, στα Πετράλωνα ή στον Πειραιά;

Εκεί είναι οι δικοί σου άνθρωποι δηλαδή;

Και εκεί! Παρέες πολλές. Τα έχω ζήσει πολύ αυτά τα μέρη! Για να μη σου έλεγα επίσης «Έλα απ’ τον Άγιο Αρτέμιο, τη Γούβα», άλλο κομβικό μέρος στη ζωή μου.

Με θυμάσαι, Γιώργο, όταν πρωτοήρθα στο σπίτι σου το 2007 για ένα γύρισμα; Φεύγοντας, θυμάμαι, μας είχες χαρίσει από’να μπουκαλάκι με εμφιαλωμένο νερό από τα Τρίκαλα.

Νερό ή κρασί;

Νερό, νεράκι…

Και πως έγινε να είχα νερά απ’ τα Τρίκαλα; Λάθος θα κάνεις! Μπας κι ήταν τσίπουρο, τσικουδιά; Το άνοιξες, ήπιες καθόλου;

Τέλος πάντων. Ήθελα να πω ότι διατηρείς σταθερούς δεσμούς με τα Τρίκαλα, τη γενέτειρα σου.

Όχι πολύ! Τα τελευταία χρόνια ελάχιστα πάω. Εκεί που γεννήθηκα, δεν υπάρχει πια κανένας δικός μου. Έχω κάποιους συγγενείς σε γύρω μέρη, Λάρισα, μέσα στα Τρίκαλα, αλλά δεν έχω και χρόνο, όπως και μου είναι δύσκολο να πάρω τ’ αμάξι και να κάνω τέτοια ταξίδια. Άμα θελήσω να πάω, έχω φίλους που μπορεί να τα μαζέψουμε και να πάμε παρέα.

Σε θλίβει να σκέφτεσαι ότι από την πατρική σου γη έχουν εκλείψει όλοι οι πρόγονοί σου;

Με θλίβει…Μάλιστα, έχω ένα σπιτάκι εκεί στο χωριό, το οποίο θα το δώσω σε μια οικογένεια που έχει δυο παιδάκια για να μεγαλώσουν εκεί μέσα.

Μπράβο σου.

Μα τι να το κάνω; Αφού δεν πάω ποτέ και το σπίτι θέλει οικογένεια, θέλει ανθρώπους μέσα, αλλιώς ρήμαξε. Άσε που γλιτώνεις και όλα τα άλλα, έξοδα σπιτιού κλπ.

Πας πίσω συχνά με τη μνήμη; Και δεν εννοώ τώρα μόνο λόγω του βιβλίου.

Όπως είπα, πολύ λίγα θέλω να θυμάμαι από εκείνα τα χρόνια. Ήταν άτιμα χρόνια! Την ανεργία την έχω βιώσει για τα καλά στο πετσί μου.

Άτιμα χρόνια και εξ αιτίας των ανθρώπων;

Εννοώ πως δεν ήταν σε καλή κατάσταση η πατρίδα μας, εκτός από ένα 40%. Το άλλο 60% ψάχναμε για δουλειά, όχι για να πληρωθούμε, αλλά για να γεμίσουμε το στομάχι μας. Δεν θέλω γι’ αυτό να πηγαίνω πολύ και συχνά πίσω, αλλά υπάρχουν και περιπτώσεις που οφείλω να τις θυμάμαι. Μιλάω για περιπτώσεις που βοήθησαν να γίνω ότι είμαι σήμερα.

Είσαι απ’ τους ανθρώπους που κρατάνε πικρίες μέσα τους;

Τα ξεχνάω κιόλας! Μου λένε οι άλλοι πολλές φορές «Μα, ξέχασες εκείνο;»…Το ξέχασα, ναι! Και τι θα βγει άμα το θυμάμαι; Τίποτα!

Λες γι’ αυτό νά’σαι και τόσο αγαπητός στον κόσμο; Να λένε όλοι δηλαδή «Καλός τραγουδιστής είναι αυτός και καλό παιδί».

Αντώνη, έτσι λέει ο κόσμος όλος, αλλά εγώ δεν ξέρω τι θα πει καλό και κακό παιδί. Εγώ, για την ακρίβεια, δεν πιστεύω ότι υπάρχουν καλοί και κακοί άνθρωποι.

Ενδιαφέρον ακούγεται.

Όταν γεννιόμαστε, αθώοι δεν είμαστε όλοι; Οι καταστάσεις, το σύστημα και οι περιστάσεις κάνουν τους ανθρώπους να βγαίνουν απ’ τα ρούχα τους και να μοιράζουν κακίες χωρίς να χρειάζεται. Έτσι το βλέπω! Ο κόσμος έχει γεμίσει αδικία και στην Ελλάδα το κακό παράγινε.

Εσύ που έζησες τη νύχτα στην ακμή της, τι έχει αλλάξει από τότε μέχρι σήμερα; Πες με δυο λόγια.

Και τότε ήταν ωραία, και τώρα είναι ωραία. Κρατάω πιο πολύ το τώρα, όμως! Στη δουλειά μου, τα βράδια, εκεί που τραγουδάω, χορεύουν όλοι μαζί και μου αρέσει πολύ. Εκείνη την εποχή, χτυπούσαν παλαμάκια 30 – 40 άτομα και χόρευε ένας, που σήκωνε το πόδι του και μέχρι να το κατεβάσει, έφευγε ολόκληρη η βραδιά. Κι άμα είχε και κάνα τούβλο στην τσέπη και πλήρωνε και την ορχήστρα, την άλλη Τρίτη έφευγε! Χόρευαν συνέχεια οι ίδιοι και οι ίδιοι. Ξέρεις, ήταν και κάποιοι αγανακτισμένοι, έτσι γινόντουσαν κι οι παρεξηγήσεις στην πίστα.

Καλύτερη, λοιπόν, η σημερινή διασκέδαση.

Ναι. Η νεολαία μας ανταμώνει και γλεντάνε όλοι μαζί.

Τα πρόσωπα όμως δεν είναι πιο θλιμμένα συγκριτικά με τότε;

Το βλέπω αυτό, βέβαια. Το συναντώ. Με σταματούν στο δρόμο πάρα πολλοί και μου λένε τον πόνο τους. Δεν είμαι να με πιάνει φανάρι εμένα. Άμα με πιάσει, μπουκάρανε όλοι (γελάμε) Πρέπει να μ’ αφήνει η τροχαία να φεύγω με κόκκινο εγώ! Προχθές συνάντησα έναν στην Αχαρνών και Δεκελείας, «Γιώργαρε» μου φώναξε. «Τι είναι, ρε;» του λέω…«Μου πήραν το σπίτι»…Εγώ έφευγα εκείνη την ώρα, που να σταματούσα; Οι άλλοι άρχιζαν ήδη να μου κορνάρουν από πίσω.

Τουλάχιστον το άκουσες, το εισέπραξες.

Από τέτοια, άλλο τίποτα. Για μένα η πατρίδα μας έχει φτωχέψει, έχει χρεοκοπήσει.

Έχεις πει πολλές φορές για τη συνάντηση σου με τον Βασίλη Τσιτσάνη. Υπάρχει μια πικρία ή λάθος μου που το εξέλαβα έτσι;

Όχι, ποτέ δεν βγήκε πικρία προς τα έξω. Ίσα – ίσα που εγώ ήμουν στα 13 και ο Τσιτσάνης δεν μου έδωσε μόνο τη σύσταση του, αλλά και το εισιτήριο, και τα ναύλα, και όλα. Και μου τα δίνει ακόμα! Όσο ζω θα παίρνω απ’ τον Τσιτσάνη, όπως κι όλοι μας θα παίρνουμε! Έτσι ήρθα στην Αθήνα. Τη μισή καριέρα μου χρωστάω εγώ στον Τσιτσάνη και ποτέ δεν ξανάκουσα για κανέναν στα 13 του να τον είχε συμβουλέψει ο Τσιτσάνης! Πήγαινα και τον έβλεπα, τα λέγαμε, μέχρι λίγο πριν να φύγει απ’ τη ζωή.

Μέχρι και το ’84 δηλαδή;

Μιλάω για το ’78 – ’79, μέχρι και το ’80 κοντά. Ανταμώναμε κάθε πρωί, τέλειωνε απ’ το «Χάραμα» κι ερχόταν στη Γλυφάδα που τραγούδαγα εγώ. Άραζε με τ’ αμάξι του, γι’ αυτό και η οδός εκεί πήρε το όνομα του.

Καταλαβαίνω, ήταν μια σημαντική παρουσία στη ζωή σου.

Και τα τραγούδια του, αξεπέραστα! (σ.σ. ο σερβιτόρος του «Βάρσου» αφήνει μπροστά μου μια κρέμα με κανέλα που παράγγειλα. Ο Μαργαρίτης παρατηρεί τη μεγάλη πιατέλα και σχολιάζει με χιούμορ: «Πω, πω, την καθαρίζεις όλη την κατσαρόλα, ε;» Σκάμε στα γέλια) Κατάλαβες, και μετά ρωτάτε όλοι πως διατηρείται έτσι ο Μαργαρίτης!

Να ρωτήσω, λοιπόν, εσένα που σου έχουν γράψει τραγούδια και άλλοι συνθέτες, από έντεχνους μέχρι ροκάδες, τι είχαν- πιστεύεις- τα τραγούδια του Τσιτσάνη;

Ο Τσιτσάνης ήταν η κορυφή, ο πρώτος! Μάρκος, Παπαϊωάννου, αυτή ήταν η φουρνιά κι εγώ μέσα εκεί θα βάλω και τον Μίκη! Αυτοί μας άφησαν μεγάλη προίκα χωρίς να απαιτήσουν κάποιο κέρδος. Την αγάπη του κόσμου μόνο πήραν και φύγανε. Νά’ναι καλά ο Μίκης που τον χρειαζόμαστε για άλλα δέκα, πενήντα, εκατό χρόνια!

Θα έβαζες στην ίδια «φουρνιά» και τον Χατζιδάκι;

Θα τον έβαζα, αν και τα δικά του τραγούδια ήταν πιο θεατρικά, σε αντίθεση με τον Μίκη που τα τραγούδια του τα άκουγα από φαντάρος. Κάποια, όχι όλα, γιατί δεν περνούσαν και όλα του Μίκη στους χώρους που εγώ τραγουδούσα.

Σωστό. Και ο Διονυσίου κάποτε αρνήθηκε να πει τραγούδια του Μίκη ως δυσνόητα για το δικό του κοινό.

(γελάει) Κι όμως, εγώ έχω άλλη γνώμη! Ο μεγάλος και σπουδαίος και αγαπημένος φίλος μου, Στράτος Διονυσίου, θα μπορούσε να ταξιδέψει κάποια τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, να τα πάει αλλού. Τέτοια δύναμη την είχε ο Στράτος! (σ.σ. εκείνη τη στιγμή, στο καφέ του «Βάρσου» εισβάλλει μια κομπανία από νέα παιδιά, ντυμένα Αγιοβασίληδες, που λένε τα κάλαντα. Αναγνωρίζουν τον Μαργαρίτη, του ζητάνε να φωτογραφηθεί μαζί τους και η συνέντευξη διακόπτεται για λίγα λεπτά)

Λέγαμε για τον Μίκη και έτσι όπως μου τα λες, σαν να τό’χεις καημό να τον τραγουδήσεις.

Κοίταξε, τα τραγούδια του Μίκη ζητάνε άλλους χώρους, πώς να τους πούμε, πιο έντεχνους…Δεν γίνεται να παίζεται ο Μίκης μέσα σ’ ένα πολύ λαϊκό νυχτομάγαζο. Εκεί αρχηγοί είναι ο Μάρκος, ο Παπαϊωάννου και ο Τσιτσάνης! Βέβαια, ούτε και τα τραγούδια του Τσιτσάνη παίζονταν ωραία εκεί μέσα, μιλάω για την «Αρχόντισσα» ή την «Αχάριστη» και όχι για τα πιο γλεντζέδικα, σαν το «Ξημερώνει και βραδιάζει» ή το «Με παράσυρε το ρέμα».

Τώρα, για το άλλο που με ρωτάς, κάναμε μια κουβέντα με τον Μίκη. Είχα πάει μαζί με τον Μίμη Ανδρουλάκη στο σπίτι του πριν από τρία – τέσσερα χρόνια, κάπου εκεί. «Μη νομίζεις ότι δεν σε παρακολουθώ, Γιώργο» μου είπε. «Εσύ πάρε όσα τραγούδια μου θες και πες τα»! Μαζί επιλέξαμε το ρεπερτόριο μου και είμαι πανέτοιμος! Κάποια στιγμή, το ξέρει και η Μαργαρίτα…(σ.σ. η χορωδία των παιδιών συνεχίζει τα κάλαντα και δυσανασχετούμε)

Και γιατί δεν προχώρησε η δουλειά τότε;

Η Μαργαρίτα Θεοδωράκη το γνωρίζει αυτό. Βέβαια, ούτε εγώ είχα τον πολύ χρόνο. Τώρα, μετά το Πάσχα, είμαι πανέτοιμος, επαναλαμβάνω. Τραγούδια του Μίκη που ταιριάζουν και σε μένα! Να ταξιδέψουν με μένα, όπως θα ταξίδευαν και με τον Στράτο, που αναφέραμε.

Έχεις αποδείξει εσύ ότι είσαι ένας ευφυής τραγουδιστής. Θυμίζω εκείνους τους δίσκους που είχες κάνει με επανεκτελέσεις Τσιτσάνη και ρεμπέτικων που έκαναν μεγάλη επιτυχία.

Ο πρώτος μου δίσκος ήταν με τραγούδια του Τάκη Σούκα. Το ’85 ηχογράφησα επανεκτελέσεις τραγουδιών, με τα οποία μεγάλωσα, δηλαδή τραγούδια του Μπάμπη Μπακάλη, του Απόστολου Χατζηχρήστου, του Καλδάρα και του Τσιτσάνη. Αυτά ήταν! Εγώ, από το ξεκίνημα μου στο χωριό, μάθαινα τα τραγούδια αυτά απ’ τις πλάκες, απ’ τους δίσκους. Υπήρχε καλό λαϊκό και ρεμπέτικο τραγούδι. Όταν μετά κατέβηκα στην Αθήνα, έλεγα και τραγούδια της εποχής. Αυτά που συζητάμε, τα έκανα αφού μπήκα στη δισκογραφία και καθιερώθηκα. Όταν η πατρίδα γνώρισε το όνομα μου, προχώρησα σε ότι τραβούσε η ψυχή μου.

Είχες άγχος να σε γνωρίσει η πατρίδα;

Πολύ περισσότερο έλεγα να βγει αυτό από μέσα μου! Το ήξερα ότι θα συνέβαινε κάποια στιγμή. Πόσο μάλλον όταν μετά το φανταριλίκι, τραγουδούσα σε κάποιους χώρους και διαισθανόμουν ότι έρχεται η σειρά μου. Έβλεπα τις ηλικίες που περίμεναν να έρθει η σειρά μου να βγω για να χορέψουν με τα δικά μου. Δεν χορεύανε με άλλους! Τους έλεγα το «Καπηλειό», το «Πήρα τη στράτα κι έρχομαι» κι εκεί την καταβρίσκανε!

Τελικά μου λες στην ουσία ότι το κοινό σε έφτιαξε ως τραγουδιστή και μόνο αυτό.

Έτσι ακριβώς είναι.

Δεν συμβαίνει με όλους. Ασκείς με αμεσότητα την τέχνη σου.

Κοίταξε, έτσι περίπου είχαν τα πράγματα. Μας άκουγαν από κάνα ραδιοφωνάκι και στην περίπτωση μου, τα ραδιόφωνα ήταν λίγα. Το κρατικό ξέχασε το, πιο πολύ τα πειρατικά μας παίζανε. Επιτυχίες γίνονταν τα κομμάτια, από την εποχή του Καζαντζίδη ήδη, από τις ντουντούκες των γυρολόγων. Και να σου πω και κάτι; Οι τσιγγάνοι έπαιξαν μεγάλο ρόλο στο να διαδοθεί εκείνα τα χρόνια το λαϊκό τραγούδι.

Πρώτη φορά το ακούω αυτό.

Μα, έμενα στην Κυψέλη, Καυκάσου 112, και πέρασε ένα μαναβάκι τσιγγανάκι με τέρμα τη ντουντούκα να παίζει «Δεν πρέπει – δεν πρέπει». Δεν το άκουγε όλος ο κόσμος; Πιο μετά, πάλι, άκουγα συνέχεια το «Έξω ντέρτια και καημοί». Ναι, παίξανε μεγάλο ρόλο οι τσιγγάνοι και τους ευχαριστούμε πάρα πολύ! Τους χρειαζόμαστε και να μην παραλείπουμε να λέμε και σ’ αυτούς ένα ευχαριστώ.

Προς τιμήν σου που το λες.

Βέβαια! Εγώ δεν έχω ρατσισμό για κανέναν. Τα είπα και στην αρχή, όλοι γεννιόμαστε μικρά παιδιά αθώα. Από κει και πέρα, όλοι χρειαζόμαστε αυτήν την πατρίδα που λέγεται Ελλάδα και δεν περισσεύει και κανένας.

Να ζητήσω ένα σχόλιο σου για το προσφυγικό;

Μακάρι η πατρίδα μας νά’χε υποδομές και να αφομοίωνε όλο αυτόν τον κόσμο. Δεν θα είχαμε κάποια χασούρα. Κέρδος θα’χαμε! Βλέπεις, όμως, ότι είμαστε μικρή χώρα, δεν έχουμε τις βάσεις και οι άνθρωποι αυτοί στοιβάζονται. Φοβάμαι για τα χειρότερα…Πρέπει να σου πω ότι εγώ έχω περάσει από τον Μόρια, στη Μυτιλήνη.

Επί τούτου πήγες;

Όχι, πήγα να δουλέψω δυο βράδια και το επόμενο πρωί επισκέφτηκα το χωριό. Το είδα που ήταν καλύτερο χωριό απ’ το δικό μου, αυτό που γεννήθηκα. Δεν ξέρω πως αισθάνονταν οι πρόσφυγες που βρίσκονταν εκεί μέσα, αλλά τα είχαν όλα: Ρεύμα, ίντερνετ, μέχρι μπιλιάρδα τους είχανε.

Δεν είναι σωστό να συγκρίνουμε ένα χωριό του 1950 με ένα χωριό του 21ου αι.

Αυτό λέω, εμείς δεν είχαμε ούτε δρόμους, ούτε ρεύμα. Μεσ’ στις λάσπες περπατούσαμε. Ο κόσμος εμένα απλά με κοιτούσε. Που να με γνώριζε; Περπατούσαμε ανάμεσα τους, θυμάμαι, μαζί με τον γενικό διευθυντή. Θυμήθηκα κι εγώ την παιδική μου ηλικία, που κοιμόμουν έξω, σε εκκλησίες, από δω κι από κει. Μη λέω πάλι τα ίδια και τα θυμάμαι και μελαγχολώ.

Δεν πειράζει.

Τά’χω ξαναπεί, μωρέ…Εγώ σπίτι δικό μου απέκτησα τα τελευταία 19 χρόνια. Έφτασα τώρα 70 κάτι, δηλαδή έπρεπε να πάω 50 για να’χω δικό μου σπίτι, το οποίο δεν ξέρω αν θα καταφέρω να το κρατήσω τα επόμενα χρόνια.

Κατάλαβα…

Εγώ έχω μάθει να λέω «Δεν είμαι εγώ μόνο και οι άλλοι δεν είναι»! Όχι, και οι γενιές που έρχονται, οι νέοι, μάγκες θα’ναι κι αυτοί. Κι αυτοί θα τη βρουν την άκρη, μόνοι τους, μην περιμένουν να τους βοηθήσει κανένας. Κι εμείς μόνοι μας τη βρήκαμε την άκρη και νοικοκυρευτήκαμε και κάναμε ότι κάναμε. Τα χρόνια ήταν πολύ πέτρινα τότες και οι άνθρωποι στην πατρίδα μας φεύγανε, άλλος Καναδά, άλλος Αυστραλία. Κι εγώ που ήρθα στην Αθήνα μετανάστης ένιωθα. Είχαμε μέσα μας μεγάλο πόνο και ταλαιπωρία κι αρχίσαμε όλοι να κάνουμε κάτι δυνατό. Κοίτα τώρα που χάνεται αυτό το δυνατό που μπορέσαμε να χτίσουμε!

Χάνεται η συνέχεια.

Χάνεται και σήμερα λέμε «Καλύτερα να μην το κάναμε αυτό». Λέγαμε να πάρουμε ένα μεγάλο σπίτι να βάλουμε τα παιδιά μας μέσα. Αυτό, αν το ξέραμε από τότε, δεν θα το κάναμε. Αν ξέραμε, εννοώ, ότι θα έρχονταν οι «Ένφιες» και οι «Μέμφιες» και ότι θα δουλεύεις για να πληρώνεις το ρεύμα και πάλι να μη φτάνει. Ποιος ξέρει τι άλλο θα’ρθει…Καλύτερα να κάναμε ένα καλυβάκι με μια πέργολα και να λέγαμε τώρα «Γεια σου, φίλε»…

Ήσουν ποτέ φιλοχρήματος;

Δεν ανήκω εγώ στις γενιές τραγουδιστών που βγάλανε χαρτί, πήρανε λεφτά. Χαλάλι τους, στην τελική. Να τα χαίρονται, αλλά εγώ υπάγομαι σε μία άλλη γενιά που δεν προλάβαμε να βγάλουμε τα πολλά χρήματα. Απλώς εγώ είμαι ένας μερακλής τραγουδιστής, να μ’ έχει καλά ο Θεός! Από κει ξεκινάμε, να μας έχει καλά ο Θεός να κάνουμε πράγματα.

Κι επειδή έχω προσέξει πολύ τα βήματα στην καριέρα μου τα τελευταία 15 χρόνια, έδωσα τροφή σε κάποιους απ’ τις επόμενες γενιές. Πρέπει να προσέχει ο κάθε καλλιτέχνης το μέλλον του, γιατί έρχονται επόμενες γενιές που σε ξεχνάνε. Αυτό πρόσεξα εγώ και γι’ αυτό με έμαθαν οι πιτσιρικάδες, οι οποίοι τώρα πάλι αρχίζουν και με ξεχνούν! Κάτι πρέπει να κάνω!

Ε, να κάνεις ηλεκτρονική μουσική τώρα!

Μπα, όχι, είμαι έτοιμος πάλι! Τους έρχεται! «Γεννημένος να τρέχω» λέγεται το καινούργιο τραγούδι μου! Στίχοι του κοινού μας φίλου, του Μπαλαχούτη, και μουσική του Βασίλη Δαραμούσκα. Στις 10 Ιανουαρίου θα μπω να το τραγουδήσω, τώρα «στήνεται» το κομμάτι.

Λαϊκό είναι;

Όχι, είναι μπαλάντα. Αλλά υπέροχη λαϊκότατη μπαλάντα! Τραγούδι του λαού θα’ναι αυτό!

Σου πάνε οι μπαλάντες. Το «Πεθαίνω για σένα» του Μαχαιρίτσα τό’χες σκίσει.

Που ν’ακούσεις αυτό τώρα! Ξέρεις τι συμβαίνει με τον τίτλο του; Όλος ο κόσμος αυτή τη στιγμή μπλοκάρει την Αθήνα, δεν μπορείς να πας πουθενά με το αμάξι. Όλοι τρέχουν! Έχει ανασφάλεια ο κόσμος, παρόλο που μπορεί να’χει λεφτά. Δεν τους φτάνει αυτό. Η ανασφάλεια και η αβεβαιότητα του τι έρχεται κυριαρχεί. Έτσι κι εγώ δηλώνω «Γεννημένος να τρέχω».

Και πιάνεις τον παλμό της εποχής.

Νομίζω ότι είμαι εδώ, ναι. Περίμενε ν’ ακούσω το κομμάτι τελειωμένο, να τ’ ακούσω καλά όμως, ώστε μετά να επέμβω. Ένα demo έχει γίνει για την ώρα με τη φωνή μου και δυο κιθαρούλες.

Τι σημαίνει να επέμβεις;

Ε, όταν κάποιο όργανο μ’ ενοχλεί και δεν ειν’ αυτό που πρέπει; Δεν θα το βάλω! Κοιτάω πολύ τους δρόμους, το ύφος, τη γραμμή του τραγουδιού.

Πες μου μια περίπτωση που άλλαξες κάτι, που δεν σου άρεσε, σε τραγούδι σου.

Σε πολλά! Τα κλαρίνα τα καλά, που είχαμε, όπως και τα βιολιά τα μεγάλα, δεν είναι πια κοντά μας. Πέθαναν ο Κόρος, οι Σούκηδες…Εκείνοι παίζανε και λαϊκά και δημοτικά, ήταν πολύ μεσ’ στη ζωή και τό’χανε μέσα τους αυτό που κάνανε. Τώρα τα πράγματα έχουν γίνει πολύ αχταρμάς και παίζουν τα νέα παιδιά με ταλέντο, αλλά ακόμα είναι μικρά και δεν τό’χουν καταλάβει. Ακούς ένα τραγούδι με μια ωραία λαϊκή γραμμή, για να τα αγαπήσουν από 10 μέχρι 70 ετών, να έχει μέσα ένα όργανο που μπορεί να του κάνει ζημιά. Να μην του ταιριάζει, ας πούμε, να μπει κλαρίνο, αλλά να του ταιριάζει βιολάκι ή ακορντεόν.

Ωραία όλα αυτά, αλλά απορώ πως κατάφερες να ενταχθείς μέσα στον ηλεκτρικό ροκ ήχο του Θοδωρή Μανίκα και των 667.

Δεν είχα καμία σχέση με ροκ, αλλά σίγουρα είχα ακούσει από μικρός. Εμείς δεν είχαμε και λεφτά ν’ αγοράσουμε δίσκους και μαγνητόφωνα, αλλά όποτε έπεφτα σε κάτι καλό και τίμιο, μου άρεσε να τ’ ακούω. Ούτε και όταν τραγούδησα εγώ τα κομμάτια αυτά, είχαν μέσα τα ηλεκτρικά, τις παραμορφώσεις!

Απλά έβαλες τη φωνή σου δηλαδή.

Εγώ δεν ήθελα να τα πω τα τραγούδια. Μου τηλεφώνησε, όμως, ο Χάρρυ Κλυνν, ο μεγάλος μας Χάρρυ Κλυνν, να πάρω το demo και να πάω απ’ το σπίτι του, αφού η δουλειά έγινε στο στούντιο του γιου του, του Νικόλα Τριανταφυλλίδη. «Κάνε μου τη χάρη, πες τα τραγούδια, θα γίνουν μεγάλα σουξέ» με παρακάλεσε! «Βρε Χάρρυ» να του λέω εγώ, «ακούω κάτι περίεργα μέσα, κάτι παραμορφώσεις»…Τα είπα τελικά και σ’ αυτό έπαιξε μεγάλο ρόλο ο Χάρρυ Κλυνν.

Και, μάλιστα, έκανες δύο δίσκους με τους 667, όχι μόνο έναν.

Το δεύτερο δίσκο δεν τον έκανα για μένα! Για τους 667 τον έκανα, γι’ αυτή την παρέα, έλα όμως που δεν το δέχτηκαν και το χρέωσαν σε μένα! Τι να τους έκανα; Για πάρτη τους τραγούδησα! Ένα άλλο πρόσωπο που έπαιξε ρόλο στο να τα πω τα τραγούδια ήταν και η Βίκυ Μοσχολιού! Άκου πως έγινε: Ανταμώνω με τη Βίκυ εδώ στο «Καστελόριζο», στην Κηφισιά.

Τρώμε κάτι σουπίτσες και της λέω «Βρε Βίκυ, στις 10 η ώρα πρέπει να πάω να τραγουδήσω αυτό το τραγούδι. Μου κάνεις τη χάρη να μου πεις τη γνώμη σου;» Διαβάζει η Βίκυ τους στίχους που μιλούσαν για κάποιες κοπέλες που ερχόντουσαν μετανάστριες από τα Βαλκάνια, καταλαβαίνεις, και μου λέει: «Πες το, Γιώργο, το τραγούδι, αυτή είναι η κατάσταση στην Ελλάδα σήμερα»!

Κι ήταν, όντως, αυτή η κατάσταση κι έτσι, λόγω της Βίκυς, μπήκα στο στούντιο. Και οι δύο δίσκοι πάντως έγιναν για τους 667, παρόλο που’χα πει του Μανίκα να μην κάνουμε άλλο δίσκο, γιατί μια φορά γίνεται η επιτυχία, ξέχασε τη την άλλη. Κάναμε την επιτυχία; Τέλος! Πρέπει να πάω παρακάτω.

Και έπρεπε να πάω, όπως συνέβη με τον Μαχαιρίτσα και κάναμε την επιτυχία τη μεγάλη. Τηλεφώνησε ο Μαχαιρίτσας του Παναγιώτη, που’ναι το δεξί μου χέρι, και του είπε: «Φέρε τον Μαργαρίτη στο στούντιο». Εντάξει, έπαιξε ρόλο και η Ελένη Ράντου εκεί με τον στίχο της. Δική της ιδέα και επιθυμία ήταν να το έλεγα εγώ.

Πάντως, από τον Μανίκα πήρες το κολάι για να πειραματιστείς με πιο σύγχρονα πράγματα.

Ναι, αλλά ξαναλέω πως ειδικά το δεύτερο δίσκο δεν τον ήθελα!

Κρίμα, τον άκουγα πιο πολύ απ’ τον πρώτο.

Σοβαρά μιλάς; Και τι τραγούδια είχε μέσα; Ούτε που θυμάμαι…

Δημοτικά, «Το φεγγάρι κάνει κύκλο», «Σ’τό’πα και σ’το ξαναλέω»…

Α, μάλιστα! Γι’ αυτό τα λέει τώρα ο ίδιος ο Μανίκας! Τι να πω…Εγώ θυμάμαι τον Σούκα που κάναμε έναν ωραίο δίσκο και μετά κάναμε κι άλλα τραγούδια, πιο ωραία, που δεν έγιναν επιτυχίες.

Τι ειν’ αυτό που κάνει επιτυχία ένα τραγούδι; Η τύχη, η συγκυρία, ο ερμηνευτής;

Όλα μαζί. Θέλει να είναι στη θέση τους τέσσερα πράγματα: Πρώτον, ο ερμηνευτής να’χει κάποια φωνή. Έπειτα το τραγούδι να’χει κάτι, να μη λέει «Μ’ αγαπάς – σ’ αγαπώ», επιτυχία για μια βδομάδα. Να μείνει! Να’ναι επίσης ιδιαίτερος ο τραγουδιστής, που αυτό χάνεται. Όλη η Ελλάδα τραγουδάει σήμερα. Η μουσική, ακόμη, να σε πιάνει με τις πρώτες νότες, να σε ξεσηκώνει. Τέλος, η εταιρία παίζει ρόλο. Μπορεί κι αυτή να βοηθήσει την κατάσταση, όπως γίνεται σήμερα με μερικές. Όχι με ολόκληρο δίσκο, αλλά έστω με ένα κομμάτι μόνο, όπως κάνουμε εμείς τώρα με τον Ηλία Μπενέτο στην Panik.

Το θεωρείς κακό που τραγουδάει όλη η Ελλάδα σήμερα;

Τραγουδάει ωραία. Ιδιαίτερα, όμως; Οι μεγάλοι αυτοί που έγραψαν ιστορία είχαν το δικό τους πάτημα, ήταν ιδιαίτεροι. Δεν έχουμε πολλούς τραγουδιστάς που γράψανε ιστορία. Άντε να’ναι πέντε – έξι, τους ξέρουμε ποιοι είναι. Γιατί δεν έχουμε άλλους; Γιατί μιμόντουσαν!

Ο Μιχάλης Μενιδιάτης μου’χε πει κάποτε πως ο Λαμπρόπουλος απαγόρευε να ντύνονται όμοια οι τραγουδιστές της εταιρίας του, ακόμη και να βαδίζουν με ίδιο τρόπο.

Τα ξέρω, ναι, αλλά εγώ εννοώ ν’ ακούς κάποιον και να λες «Αυτός είναι Μαργαρίτης, αυτός είναι Μητροπάνος, αυτός είναι Καζαντζίδης, αυτός είναι Μενιδιάτης»! Δεν είμαστε πολύ οι ιδιαίτεροι. Κι εγώ, άμα δεν είχα αυτό το ιδιαίτερο, μπορεί να’μουν απλά ο κάποιος τραγουδιστής. Λείπει το χρώμα απ’ τους νέους τραγουδιστές σήμερα κι εδώ μπορώ να σου μιλήσω για μία ειδικά: Να προσέξει πολύ η Νατάσσα!

Η Μποφίλιου;

Η Θεοδωρίδου! Της στέλνω το μήνυμα να προσέξει καλά, γιατί είναι πολύ καλή τραγουδίστρια και μπορεί να μας τραγουδήσει ρεμπέτικο, καλό λαϊκό, αλλά και το σύγχρονο που σήμερα τραγουδάνε όλοι. Καλά ξεκίνησε η Νατάσσα! Δεν τη φοβάμαι, τη συμβουλεύω.

Η Πέγκυ Ζήνα σου αρέσει;

Καλή τραγουδίστρια είναι κι αυτή. Θα την ήθελα να καθιερωθεί με πιο καλό ρεπερτόριο. Την ξέρω από μικρό κοριτσάκι, γιατί είχα τη θεία της στη δουλειά μαζί μου. Την ξέρω απ’ όταν ήταν δέκα χρονών και έπαιζε πιανάκι. Η Θεοδωρίδου κάνει μπαμ και λάμπει κιόλας εκεί απάνω! Δεν είναι μονάχα να’σαι τραγουδιστής.

Φτάνει η φωνή και η εμφάνιση για να’ναι ιδιαίτερος ο τραγουδιστής;

Όχι, θέλει κι άλλα.

Εσύ, ας πούμε, είσαι ένας άνθρωπος με βιώματα. Πως περιμένεις το ίδιο από μια νέα κοπέλα;

Κι αυτή, όμως, έχει γκελ!

Τι σχέση έχει το γκελ με το βίωμα;

Ε, πως, και το γκελ χρειάζεται! Τι θα κάνεις, θα κάθεσαι πίσω σαν αγγούρι με το μικρόφωνο και θα τραγουδάς στον πιανίστα; Εντάξει, το βίωμα είναι πάνω απ’ όλα. Και η Νατάσσα Θεοδωρίδου, απ’ όσο ξέρω, από οικογένεια προσφύγων κατάγεται. Τα παιδιά αυτά έχουν τα δικά τους βιώματα γενικώς και δεν θέλω να τα κρίνω, τη γνώμη μου όμως θα την πω.

Δεν θα έβγαινες να κράξεις κάποιον που δεν σ’ αρέσει.

Όχι, μωρέ, τι να βγω να πω; Και η Βιτάλη που βγήκε κι έκραξε τον Ρέμο, μια άσχημη στιγμή ήταν. Η Ελένη είναι φωνάρα κι αυτή, τι να ζηλέψει; Με αγάπη θα τό’πε…

Δε νομίζω.

Συμβαίνουν κι αυτά! Και τα κραξίματα με αγάπη γίνονται (γέλια). Όλοι μετά ματς μουτς είναι.

Ανέκαθεν έτσι ήταν;

Ουου! Μόλις φύγεις, αρχίζει το θάψιμο.

Δεν είναι ωραίο αυτό.

Είναι η πραγματικότητα, όμως, σ’ όλα τα επαγγέλματα. Οι τρικλοποδιές υπήρχαν και θα υπάρχουν.

Εσύ τις καταλάβαινες;

Ναι. Τις περισσότερες. Ήξερα, όμως, τι θα γίνει, έλεγα «Εσύ σε δυο – τρία χρόνια θά’ρχεσαι και θα τα σπας στα πόδια μου». Και γινόταν! Εμένα με έδιωχναν απ’ τις δουλειές- έχει συμβεί- επειδή είχα επιτυχία κι εγώ γελούσα όταν με διώχνανε. Ήξερα ότι θα ερχόταν η ώρα μου και μετά αυτοί που με έδιωχναν, τα έσπαγαν μπροστά μου! Είχαν δίκιο ή άδικο;

Δίκιο είχαν.

Ναι, δίκιο, γιατί είχαν καταλάβει κι αυτοί. Μπήκαν άλλα συμφέροντα στη μέση.

Σου αρέσει που πλέον σ’ έχει αγκαλιάσει ένα πιο εναλλακτικό ή και διανοουμενίστικο κοινό; Γνωρίζω, π.χ., ότι σε εκτιμούσε πολύ ο Μάνος Ελευθερίου.

Μα κι εγώ τον αγαπούσα και πάντα θα τον ευχαριστώ για τα «Δικαστήρια», το τραγούδι που μου εμπιστεύθηκε κι έγινε η τελευταία μεγάλη επιτυχία μου. Σε μουσική του Θανάση Πολυκανδριώτη ήταν αυτό.

Οι ελιγμοί σου, πάντως, είναι εντυπωσιακοί για τραγουδιστή της πίστας.

Κοίταξε, στα μαγαζιά που εργαζόμουν τότε, άκουγα τι λέγανε οι τραγουδιστές και οι μουσικοί, που δεν ήταν ακόμη γνωστοί. «Μη λες καλά λόγια για την άλλη πλευρά, τους ελαφρολαϊκούς» με συμβούλευαν, «γιατί αυτοί δεν χαρίζουν καλή κουβέντα για εμάς»! Σκεφτόμουν τι ειν’ αυτοί οι άλλοι και γιατί δε λένε καλές κουβέντες…Κι εκεί ήρθε ο Λάκης με τα Ψηλά Ρεβέρ, πριν τον Μανίκα, με τον οποίο επίσης είχαμε κάνει το «Κελλί 33».

Να μην ξεχάσω και τον Χρήστο Κυριαζή, που του τραγούδησα το «Μπρικάκι» στα πρώτα του βήματα. Εκεί τα πράγματα άρχισαν να δείχνουν ότι εγώ ήμουν η γέφυρα. Σκέψου ότι ακόμη μου’ρχονται μαντάτα από μουσικούς, που λένε «Μας πήραν τον Μαργαρίτη οι έντεχνοι» (γέλια) Άκου τι λένε! Θέλω να τους πω: «Δεν με πήραν, παιδιά, εδώ είμαι, μαζί είμαστε όλοι»! Δεν γίνεται να είμαστε σε στρατόπεδα.

Με τον Σπανό είχες βρεθεί ποτέ; Επίσης σε εκτιμούσε πολύ ο μακαρίτης.

Τι λες τώρα! Όποια ώρα ήθελα έκανα τραγούδια του! Ξέρεις πόσες φορές είχε ακουμπήσει το χέρι του στον ώμο μου, λέγοντας μου: «Ότι θες εσύ από μένα»! Μου το’λεγε, αλλά εγώ δεν είμαι άνθρωπος να χτυπήσω πόρτες. Πρέπει να μου το πει κάποιος, φίλος ενός συνθέτη ξέρω γω, γιατί εγώ δεν λέω «Φίλε, μεγάλε, σπουδαίε» ή πως τα λένε οι άλλοι, «γράψε μου τραγούδια». Δεν τα έκανα αυτά.

Γι’ αυτό σου έρχονταν και μπόλικα τα τραγούδια.

Ναι, ναι, ακριβώς. Σ’ έναν μόνο μια φορά την «είπα». Ανταμώσαμε πλάι – πλάι στην Πανεπιστημίου με τα αμάξια μας. Ήταν ο Γιώργος Χατζηνάσιος που μόλις είχε κάνει επιτυχία με τον Στράτο, το «Ήμουνα μοναχοπαίδι, ήμουνα μοναχογιός». Του φωνάζω: «Ρε Γιώργο, εμείς τίποτα;»

Δικαιολογείσαι, νέο παιδί ήσουν.

Μπα, στα 35 ήμουν, είχα κάνει ήδη τον πρώτο μου δίσκο.

Ένας άλλος δίσκος που ήταν να κάνεις με τον Μάριο Τόκα, γιατί δεν «έκατσε»;

Τον Μάριο τον παρακολουθούσα και πιστεύω ότι έπρεπε να’χει ανοίξει πιο πολύ τα φτερά του. Είχε τη δύναμη, αλλά δεν τό’κανε, ίσως γιατί ήταν ο μικρότερος της παρέας των συνθετών. Ηλικιακά, μιλάω. Κάποια στιγμή σκέφτηκα να τον αναζητήσω, να «πούμε» κι από κει τίποτα! Βρήκα τον μαέστρο τον Γιώργο Παγιάτη, το λέει του Μάριου κι αυτός απαντάει: «Είναι η ώρα του Γιώργαρου»! Αυτές ήταν οι λέξεις που χρησιμοποίησε!

Μετά από λίγο καιρό δυστυχώς ο Μάριος δεν ήταν καλά στην υγεία του. Μπήκε στο νοσοκομείο. Μας το λέει ο Παγιάτης κι εγώ που είχα τις επιφυλάξεις μου, συλλογίστηκα: «Είδες; Δεν μας αγαπάει ο Μάριος»…Λίγο μετά διαβάσαμε ότι ο Μάριος είχε μπει όντως στο νοσοκομείο. Τι να λέγαμε από κει και πέρα. Ήταν η χρονιά που τελικά έβγαλα «Το καλύτερο μπεγλέρι» με τον Πέτρο Βαγιόπουλο και τον Γιάννη ΛοΓό. Αν δεν αρρώσταινε ο Μάριος Τόκας, θα ήταν η σειρά μας να έχουμε κάνει δίσκο από κοινού.

Φωτογραφία: Αγγελική Παπαϊωάννου

Υπήρχε δοτικότητα απ’ τους μεγαλύτερους τραγουδιστές που γνώρισες;

Κανένας δεν ήταν σνομπ, σαν μικρά παιδιά ήταν όλοι. Είχαν τόσο μεγάλη καριέρα στο τραγούδι, όσο και στην ψυχή. Από που ν’ αρχίσω; Απ’ τον Πάνο Γαβαλά, απ’ τον Αντώνη Ρεπάνη, που έρχονταν και μ’ άκουγαν στη Γλυφάδα; Απ’ τον Μανώλη Αγγελόπουλο που καθόταν σε τελάρα και μ’ άκουγε, γιατί γινόταν χαμός, και μετά τρώγαμε και πίναμε μαζί; Απ’ τον Καζαντζίδη, που είχε έρθει στο σπίτι μου να με συναντήσει, όταν δεν ήμουν τίποτα;

Απ’ τον Στράτο, που’χε έρθει να μ’ ακούσει τις πιο πολλές φορές απ’ όλους; Δυο – τρεις φορές είχε έρθει να μ’ ακούσει στο «Σεραφίνο» στο Φάληρο. Μια φορά θυμάμαι τα είπαμε και τηλεφωνικά, εκείνος στο Σικάγο κι εγώ στη Νέα Υόρκη. Πρέπει να σου πω ότι τα τραγούδια του Στράτου εγώ τα έκανα επιτυχίες στη Γλυφάδα, έτσι να το γράψεις αυτό! Ο Στράτος δεν είχε χρόνο να λέει όλα τα τραγούδια του, όταν τραγουδούσε στη «Φαντασία» μαζί με άλλες εφτά- οχτώ- δέκα φίρμες. Εγώ, λοιπόν, ήμουν ο Νταγιάν του μαγαζιού και μπορούσα να τραγουδάω για δυο και τρεις ώρες!

Μία άλλη συνάντηση μας που δεν θα τη θυμάσαι ήταν στο Α’ Νεκροταφείο αμέσως μετά τον αποχαιρετισμό στον Μανώλη Ρασούλη.

Ο Ρασούλης, με το που με άκουσε, σε τρεις μέρες έγραψε τραγούδι για μένα. Τι κουβέντες έβαλε μέσα! Πήρε γραμμή τι είναι, που ανήκει ο Μαργαρίτης! Τα βιώματα μου! Είπε του Βαγιόπουλου: «Πάρε και βάλε μουσική τι πρέπει να τραγουδηθεί από τον Μαργαρίτη». Με έβαλε ανάμεσα στα θηρία ο Ρασούλης! Ας είναι καλά κι αυτός εκεί που είναι…

Αλήθεια, Γιώργο, τη βαρέθηκες καθόλου τη νύχτα τόσα χρόνια;

Όχι, δεν με βλέπεις πως είμαι; Πως διατηρούμαι; Όχι!

Ψυχολογικά εννοώ.

Είμαι έτοιμος, τώρα ξεκινάω. Ξέρεις ότι τα μάτια μου βλέπουν καλύτερα μετά τις 3 το πρωί;

Ναι, ε;

Μέχρι τη Λαμία βλέπω! Μόλις δω ότι πάει δύο – δυόμισι τη νύχτα, έχω να ξεμυτίσω!

Δεν έχεις και πρωινό ξύπνημα εσύ.

Έχω, γιατί πρέπει να κάνω κάποιες δουλειές ώστε να έρθουν οι βραδιές που εμφανίζομαι.

Τρέχεις ο ίδιος δηλαδή.

Πως αλλιώς, όταν θες να κλείσεις δυνατές βραδιές και βγάζεις και βιβλία;

Ενώ παλιότερα έτρεχαν άλλοι για σένα;

Όχι, παλιότερα κοίταγα πιο πολύ το μεροκάματο, τις βραδιές. Σκέψου ότι παίζαμε εφτά μέρες σερί. Στο «Playboy» δεν παίρναμε ρεπό.

Προσέχεις την υγεία σου, έτσι;

Ναι, αλλά όπως βλέπεις, εγώ κατσαρόλα δεν έχω μπροστά μου (γέλια). Προσέχω πάρα πολύ, αλλά να σου πω και κάτι; Ποτέ δεν ήμουν καλοφαγάς. Για χρόνια με ταξίδευε ο τζόγος…Το φαγητό μου ήταν μεσ’ στα καφενεία και τις λέσχες, που τρώγαμε ένα σάντουιτς με δυο αυγά μέσα. Αυτό ήταν το φαΐ μου. Κοκκινιστό έχω να φάω πέντε χρόνια. Δεν τρώω καθόλου κρέας.

Σκέφτομαι πως είχε τόλμη η πράξη σου να μιλήσεις για το πάθος του τζόγου.

Ο τζόγος είναι τα χάνω εγώ, τα παίρνεις εσύ και μετά τα χάνεις εσύ, τα παίρνω εγώ. Δεν φύγαν τα ρημάδια τα λεφτά, εδώ είναι. Κανείς δεν τα παίρνει μαζί του. Καλός ειν’ ο τζόγος, αλλά μην αφήσεις και τα παιδάκια σου νηστικά. Είναι όμως κι αρρώστια, λες καμιά φορά ας πάει και το παλιάμπελο. Μήπως «δέσω» και δεν «δένεις» ποτέ.

Τι το ελκυστικό έχει ο τζόγος; Απλά να παίξεις με τη μοίρα σου, να προκαλέσεις την τύχη σου ή να τα πάρεις και να φύγεις;

Να «δέσεις», να τα πάρεις μέχρι να σου γίνει βίωμα και αρρώστια. Να σε ταξιδεύει, να σε κάνει ότι θέλει κι από κει πάνε κι οι άλλοι.

Η οικογένεια εσένα σε τράβηξε;

Όχι, δεν ήμουν παντρεμένος. Όταν έκανα τον πρώτο μου δίσκο με τον Σούκα, μου είπε: «Τέρμα ο τζόγος»! «Σιγά μη μου πεις εσύ τι θα κάνω»! «Τότε δεν κάνουμε δίσκο»! Τον άκουσα… Έπαιξα το ’81, Γενάρη μήνα, Πρωτοχρονιά. Πήγαμε μαζί στου Γκύζη, στου Καλαματιανού, έριξα δυο ζαριές, πήραμε πενήντα όλα, τα μοιράσαμε και φύγαμε…

«Εσύ μιλάς στην καρδιά μου» (1981), ο πρώτος δίσκος του Γ. Μαργαρίτη με τραγούδια του Τάκη Σούκα

Τελευταία φορά ήταν αυτή;

Τελευταία, το θυμάται ο Τάκης. Δεν ξανάπαιξα!

Είχες δυνατή θέληση.

Είχα από πίσω έναν Σούκα! Μετά θα μου’λεγε «Τραγούδια γιοκ»! Ρε συ, ψυχολογική συνέντευξη μου κάνεις!

Χαίρομαι. Ερωτεύθηκες πολύ στη ζωή σου;

Πάρα πολύ!

Ευκαιριακά ή καψουρευόσουν;

Ου, άσε, μην το συζητάς. Απλά δεν είχα φλέβες να κόψω, που λένε (γέλια). Κοίτα, ο άνθρωπος αγαπάει πολλές φορές, καψουρεύεται…Εγώ ήμουν απ’ τους τυχερούς και έμπλεξα με πολλές κοπέλες, γιατί δεν παντρεύτηκα και πολύ μικρός. Στα 40 – και- παντρεύτηκα, οπότε έζησα καταστάσεις. Κοπελάρες ήταν όλες οι κοπέλες και μου φέρθηκαν ωραία. Εγώ δεν ήμουν έτοιμος.

Πες μου μια τρέλα που έκανες για μια γκόμενα.

Τα γκρέμισα όλα, τι άλλο να κάνω; Ότι είχα και δεν είχα…Μιλάμε για κάποια εκατομμύρια. Τότε που τα έβγαζα. Έφυγε όλη η σεζόν (γέλια) Δεν πειράζει…

Τι ιδιαίτερο είχε η κοπέλα που έγινε τελικά η συμβία σου;

Ιδιαίτερη ήταν, τό’πες μόνος σου. Όλα τα είχε!

Ίσως ήσουν κι εσύ έτοιμος πια.

Όχι, εγώ ποτέ δεν ήμουν έτοιμος, με καμία. Μόλις βγήκε μια και καλή ο καημός μου με τη μία, από κει και πέρα έγινε το γκρέμισμα.

Πόσο άλλαξε η πατρότητα τη ζωή σου;

Αυτός είναι ο προορισμός του ανθρώπου, λες ότι έχω κάτι…Με άλλαξε, ναι. Πρέπει να πω ότι όταν έμενα στον Άγιο Αρτέμιο, στο Παγκράτι, στην πρώτη μου συνοικία, κι έβλεπα γυναίκα σε ενδιαφέρουσα, καθόμουν σε παγκάκι και περίμενα να περάσει. Δεν σηκωνόμουν! Μπορεί νά’κανα και τον σταυρό μου, έλεγα «Αυτή η γυναίκα τώρα θα φέρει έναν ανθρωπάκο στη ζωή και θα γίνουμε δυο – τρεις εδώ πέρα». Σεβόμουν το μυστήριο της ζωής.

Εγώ αγαπώ όλα τα παιδιά σαν να’ναι δικά μου. Καμιά φορά μου λέει η γυναίκα μου: «Καλά, είναι δυνατόν ν’ αγαπάς τα άλλα παιδιά σαν τα δικά μας;» Και δεν είναι αυτό μόνο…Εγώ αγαπώ πολύ και τα «μελαχρινά» παιδιά (σ.σ. μου δείχνει από το κινητό του μια φωτογραφία με τρία μαυράκια. Έχει έναν πονετικό τόνο στη φωνή του) Αυτά είναι τρίδυμα, Αμερικανάκια.

Τι ειν’ αυτά τα παιδιά;

Άσ’τα, μην τα λέμε τώρα αυτά…Δικά μου τα’χω όλα τα παιδιά του κόσμου, ανεξαρτήτως χρώματος, φυλής, θρησκείας. Και αυτό τώρα το λέω για πρώτη φορά! Όταν είχα πρωτοπάει στην Αμερική, στο Σαν Φρανσίσκο, περπατούσαμε στο δρόμο όλη η ορχήστρα και βλέπαμε τάβλα νεαρά παιδιά, πρεζόνια. Περνούσαν όλοι από πάνω τους. Πήγαινα και τους φώναζα: «Τι κάνετε, ρε; Πηγαίντε απ’ αλλού, αφήστε ήσυχα τα παιδιά αυτά που υποφέρουν». Τέλος πάντων, τα μαυράκια που σου’δειξα, ψάχνω τώρα να τα βρω! Διάβασε το βιβλίο μου, τα γράφω μέσα…

Με το χασίσι είχες ποτέ σχέση;

Μια χαρά ήταν, έπαιρνα κι εγώ και τελείωνε η ιστορία (γέλια)

Περιστασιακά;

Όχι, κανονικά, αλλά όχι πολύ. Έχω έξι χρόνια που τα’κοψα όλα. Μαχαίρι! Δεν θα’μουν αυτός που είμαι, μπορεί δηλαδή να μην ήμουν και στη ζωή. Τα’κοψα, και ποτά, και όλα. Τώρα άμα πιω και μια βότκα στη δουλειά, δεν τρέχει και τίποτα.

Όταν σε προσφώνησα «κύριε Μαργαρίτη», μου είπες «Πες εκεί χάμω ”Γιώργο” να τελειώνουμε». Με όλους έτσι κάνεις;

Έτσι είμαι, ναι.

Και το κάνεις για να νιώθεις εσύ άνετα ή για να δηλώνεις τη λαϊκότητα σου;

Δεν μπορώ τα κυριλίκια! Μα είδες που μου είπες ότι δεν περίμενες να με συναντήσεις εδώ; Για σένα ήρθα εδώ. Και με τον Κουτσούμπα στον ενικό μιλάμε! Καλά, τον Δημήτρη τον λέω και σύντροφο!

Είσαι κομμουνιστής;

Ε, τι θα είμαι; Βέβαια! Εγώ όταν ήμουν μικρός, είχα ένα θείο στο χωριό που είχε δυο δάχτυλα του χεριού του με αγκύλωση. Δούλευε σε νταμάρι κι είχε πολλά παιδιά. Ήταν αριστερός, κομμουνιστής. Μπορεί να μην είχε να φάει, αλλά το ραδιόφωνο τό’θελε για ν’ ακούει Ντόιτσε Βέλε. Εμένα δεν μ’ έβλεπε, ήμουν 7 – 8 ετών και κόλλαγα τ’ αυτί μου στον τοίχο του μπας κι ακούσω και κάνα τραγούδι, αλλά αυτός μόνο ειδήσεις άκουγε. Αργότερα, μέσα στη χούντα, μου στάθηκε αυτός ο θείος μου. Μας είχαν πιάσει τρία άτομα, μαζί και μένα, και μας δέρνανε για μια βδομάδα. Όπως ξέρεις, τα γράμματα τα άνοιγαν τότες.

Έλα, ρε, έφαγες ξύλο απ’ τη χούντα; Για ποιο λόγο;

Ε, για μαυράκι, αυτό το ρημάδι…Ξέρεις, γράφαμε συνθηματικά γράμματα, του στυλ «Στείλε μου δύο κιλά»! Δύο κιλά δηλαδή, τι άλλο να’ταν; Άνοιξαν κι ένα γράμμα που ήταν για μένα, καταλαβαίνεις…

Είχαν γίνει κι άλλες συλλήψεις για χασίσι εκείνα τα χρόνια: Μπάρκουλης, Πουλικάκος, Σαρρής, εσύ…

Και ο Στράτος, επίσης. Γνωστά ειν’ αυτά, τα ξέρει ο κόσμος.

Γιώργο Μαργαρίτη, τελειώσαμε. Κλείσε με μιαν ευχή, όπως άνοιξες την κουβέντα μας.

Αντώνη, αυτή ήταν όντως κουβέντα φιλική, σπάνια, ξέχασα ότι σου έδινα συνέντευξη. Εύχομαι υγεία και ειρήνη για όλους τους λαούς της γης και να στηθεί η πατρίδα μας στα πόδια της!

*Η βιογραφία του Γιώργου Μαργαρίτη «Ο λαϊκός τραγουδιστής» δια χειρός Κώστα Μπαλαχούτη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μένανδρος.

koutipandoras.gr

Leave a Reply

Exit mobile version