Ένας πολύ ηλικιωμένος άντρας πήγε να ζήσει με τον γιο του, τη νύφη του και τον τεσσάρων ετών εγγονό του. Τα χέρια του ηλικιωμένου έτρεμαν, η όραση του ήταν θολή και τα πόδια του δεν τον κρατούσαν πια όπως παλιά.
Κάθε μεσημέρι κάθονταν όλοι μαζί για να φάνε στο τραπέζι. Αλλά τα τρεμάμενα χέρια του ηλικιωμένου παππού τον δυσκόλευαν.Ένα από αυτά τα μεσημέρια, η νύφη του είχε μαγειρέψει μπιζέλια. Ο ηλικιωμένος προσπάθησε να φέρει μερικά με το κουτάλι στο στόμα του αλλά το χέρι του δεν τον βοήθησε. Το κουτάλι του έπεσε και τα μπιζέλια σκόρπισαν στο πάτωμα. Η νύφη του τον κοίταξε με άγριο βλέμμα αλλά δεν μίλησε.
Στη συνέχεια ο παππούς πήρε το ποτήρι με το γάλα και το πλησίασε στο στόμα του. Όμως το ποτήρι του γλίστρησε από το χέρι και το γάλα χύθηκε όλο πάνω στο τραπεζομάντιλο.
Η νύφη του δεν άντεξε άλλο. Έκανε εκνευρισμένη νόημα στον άντρα της να πάνε για λίγο στην κουζίνα για να του μιλήσει.
«Πρέπει να κάνουμε κάτι με τον πατέρα σου» του είπε όταν βρέθηκαν μόνοι. «Έχω βαρεθεί να χύνει το γάλα του, να σπάει τα ποτήρια και να πετάει το φαγητό στο πάτωμα».
Έτσι, η σύζυγος και ο σύζυγος, αποφάσισαν να αγοράσουν ένα μικρό τραπέζι και να το βάλουν στην γωνία. Από τότε ο παππούς έτρωγε στο μικρό τραπέζι μόνος του την ώρα που τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας απολάμβαναν το φαγητό τους στο μεγάλο τραπέζι.
Και επειδή ο παππούς ούτε στο μικρό τραπέζι σταμάτησε να σπάει τα πιάτα, του πήραν ξύλινο.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που ο γιος του και η νύφη του τον είδαν να δακρύζει. Του απηύθυναν τον λόγο όμως, μόνο για να τον μαλώνουν που του έπεσε πάλι το πιρούνι του ή που έριξε στο πάτωμα το φαγητό.
Και ενώ όλα αυτά συνέβαιναν στο σπίτι τους, ο 4χρονος γιος τους παρακολουθούσε αμίλητος.
Ένα μεσημέρι πριν από το φαγητό, ο πατέρας παρατήρησε ότι ο γιος του έπαιζε με μερικά κομμάτια ξύλο στο πάτωμα. Τον ρώτησε χαμογελαστός: «Τι προσπαθείς να φτιάξεις με τα ξύλα;»
Το αγόρι σήκωσε για λίγο το βλέμμα του, κοίταξε τον μπαμπά του και απάντησε:
«Μπαμπά φτιάχνω δυο ξύλινα πιάτα για σένα και τα μαμά. Να τα έχω όταν μεγαλώσω». Έπειτα έσκυψε πάλι το κεφάλι του και συνέχισε αυτό που έκανε.
Ο μπαμπάς του έμεινε για λίγο ακίνητος. Στη συνέχεια φώναξε τη γυναίκα του και της έδειξε τον γιο τους στο πάτωμα που πάλευε να φτιάξει τα ξύλινα πιάτα. Δεν της είπε κάτι άλλο. Και οι δυο ήξεραν τι έπρεπε να κάνουν.
Ο σύζυγος πήγε στο μικρό τραπέζι, πήρε από το χέρι τον πατέρα του και τον οδήγησε ξανά στο μεγάλο τραπέζι. Από εκείνη τη μέρα και για τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του, ο ηλικιωμένος έτρωγε πάντα με την υπόλοιπη οικογένεια.
Και για κάποιο λόγο, ούτε ο γιος του αλλά ούτε και η νύφη του, ενδιαφέρθηκαν ξανά για το φαγητό που έπεφτε στο πάτωμα ή για το γάλα που λέρωνε το τραπεζομάντιλο.
Πηγή: dinfo.gr