Ο κύριος Κ. έλεγε πως είναι σφάλμα να καταπίνεις σιωπηλά την αδικία που σου έγινε και διηγήθηκε την ακόλουθη ιστορία:
“Πως δε φώναξα!” είπε το αγόρι, και τα αναφιλητά του δυνάμωσαν.
“Και δε σ’ άκουσε κανείς;” ρώτησε πάλι ο περαστικός και το χάιδεψε τρυφερά.
“Όχι” είπε μέσα στ’ αναφιλητά του το αγόρι.
“Και γιατί δε φώναζες πιο δυνατά; Δεν μπορούσες;” ξαναρώτησε ο περαστικός.
“Όχι” ξανάπε το αγόρι, που βλέποντάς τον να χαμογελάει, ένιωσε την ελπίδα του να ζωντανεύει.
“Τότε δωσ’ μου την κι αυτή” είπε ο περαστικός, και, αρπάζοντάς του και την άλλη γρόσα από το χέρι, συνέχισε ανέμελα το δρόμο του
Μπέρτολτ Μπρεχτ | Το ανυπεράσπιστο αγόρι | Μεγάλοι συγγραφείς γράφουν τις πιο μικρές ιστορίες του κόσμου | μτφρ.: Αντώνης Μπίκος | εκδόσεις Γνώση |
Μπέρτολτ Μπρεχτ
Γεννήθηκε το 1898 στο Άουγκσμπουργκ της Βαυαρίας και πέθανε το 1956 στο Ανατολικό Βερολίνο. Η μητέρα του ήταν Προτεστάντισα και ο πατέρας του Καθολικός διευθυντής εταιρίας χάρτου. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου (1917 – 1921), επιστρατεύεται ως νοσοκόμος και υπηρετεί στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αρχίζει να γράφει ποιήματα και θεατρικά. Η πρώτη συλλογή ποιημάτων του ήταν το «Εγκόλπιο ευσέβειας» (Hauspostille).
Κατά τη διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, συνάντησε και δούλεψε με το συνθέτη Χανς Έισλερ και ανέπτυξαν φιλία ζωής. Γνώρισε και την Χέλενε Βάιγγελ, τη δεύτερη γυναίκα του που τον συνόδεψε αργότερα στην εξορία μέχρι το τέλος της ζωής του.
Το 1922 παντρεύτηκε την τραγουδίστρια της όπερας Μαριάν Ζόφ. Η κόρη τους Ανν Χιόμπ γεννήθηκε ένα χρόνο μετά. Το 1923 προσλήφθηκε βοηθός σκηνοθέτη στο Γερμανικό Θέατρο του Βερολίνου υπό τη διεύθυνση του Μαξ Ράινχαρτ. Άρχισε να φοιτά στη Μαρξιστική Εργατική Σχολή και μελέτησε διαλεκτικό υλισμό. Το 1930 παντρεύτηκε την Χέλενε Βάιγγελ που του είχε χαρίσει ήδη ένα γιο. Στη συνέχεια απέκτησαν και μια κόρη.
Η προσαρμογή της Όπερας των ζητιάνων του Τζον Γκέι με το όνομα Η Όπερα της Πεντάρας (Die Dreigroschenoper, 1928) σε στίχους του Μπέρτολτ Μπρεχτ και μουσική Κουρτ Βάιλ προκάλεσε αίσθηση στο Βερολίνο και ο αντίκτυπος του επηρέασε την παγκόσμια σκηνή Μιούζικαλ. Στην όπερα αυτή, ο Μπρεχτ στηλίτευε την καθώς πρέπει βερολινέζικη αστική τάξη που πρόσαπτε στο προλεταριάτο έλλειψη ηθικής.
Το 1933, με την άνοδο του ναζισμού στη Γερμανία, ο Μπρεχτ αυτοεξορίστηκε μέχρι το έτος 1948. Έζησε πρώτα στη Δανία και τη Φινλανδία και μετά στις ΗΠΑ καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Στη Μόσχα εξέδωσε σε συνεργασία με άλλους Γερμανούς συγγραφείς το περιοδικό «Η Λέξη» (Das Wort). Στην Αμερική, όπου έζησε το κύριο μέρος της ζωής του, δέχθηκε έντονες διώξεις από το Μακαρθικό καθεστώς.
Μετά το τέλος του πολέμου εγκαταστάθηκε στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας και μαζί με την Χέλενε Βάιγκελ (Ηelene Weigel) ίδρυσαν (1949) το Μπερλίνερ Ανσάμπλ (Berliner Ensemble). Το 1950 εκλέχτηκε μέλος της Ακαδημίας Τεχνών. Τιμήθηκε με το Εθνικό Βραβείο της ΛΓΔ το 1951 και με το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη το 1954.
Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ άρχισε να γράφει τις “Ιστορίες του κ. Κόυνερ” το 1935 και τελείωσε στις αρχές της δεκαετίας του ’50.