«Η γλώσσα θέλει το χρόνο της, θέλει αύξηση ωρών διδασκαλίας. Εάν δεν έχεις χρόνο δεν μπορείς να καλλιεργήσεις, να εμβαθύνεις, να εμπλουτίσεις τη γλώσσα. Λέμε ότι πρέπει να είναι καταρτισμένος ο δάσκαλος, πρέπει να είναι το σύστημα διδασκαλίας κατάλληλο, ο χρόνος να είναι ο απαιτούμενος για τη διδασκαλία».
Αυτά τονίζει μεταξύ άλλων σε συνέντευξη του στο Paideia-News ο πρώην Πρύτανης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ομότιμος Καθηγητής Γλωσσολογίας, Γεώργιος Μπαμπινιώτης.
Ο κ. Μπαμπινιώτης επισημαίνει επίσης ότι, «τα παιδιά μας, οι μαθητές μας είναι θύματα των δικών μας επιλογών. Από τη στιγμή που έχουμε κάνει ένα λύκειο που είναι προθάλαμος φροντιστηριακός του πανεπιστημίου έχουμε αφαιρέσει κάθε δυνατότητα ουσιαστικής καλλιέργειας και στη γλώσσα».
Η ενδιαφέρουσα συνέντευξη του Γεώργιου Μπαμπινιώτη ακολουθεί:
ΕΡ: Ποιες αποφάσεις πιστεύετε ότι πρέπει να ληφθούν τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Κύπρο ώστε η νέα γενιά να παραμείνει στις ρίζες της μαθαίνοντας άριστα την ελληνική γλώσσα;
ΑΠ.: Αν ξεκινήσουμε από τη θέση ότι η γλώσσα δεν είναι ένα απλό μέσο, δεν είναι ένα απλό εργαλείο, αλλά πρώτα και πάνω από όλα είναι μία αξία, εάν δηλαδή εγκαταλείψουμε την εργαλειακή αντίληψη της γλώσσας και σταθούμε στην αξιακή σύλληψη και διάσταση της γλώσσας, δηλαδή της γλώσσας ως στοιχείο εύγλωττο και αποδεικτικό του πολιτισμού, της γλώσσας ως ταυτότητας, ως σκέψης – διανόησης του ανθρώπου, ως νοοτροπίας, ως ύπαρξης, τότε η διδασκαλία της πρέπει να έχει ένα καθοριστικό ρόλο σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, από το νηπιαγωγείο μέχρι και το λύκειο.
Αυτό προϋποθέτει πρώτον, καταρτισμένους δασκάλους –ευθύνη των πανεπιστημίων- και δεύτερο, κατάλληλο σύστημα στα σχολεία για την διδασκαλία της γλώσσας και την καλλιέργεια του γλωσσικού αισθήματος, που δεν είναι μόνο ο γραπτός λόγος, αλλά είναι και ο προφορικός λόγος.
Δηλαδή πρέπει στα σχολεία να καθιερωθεί αυτό που υπάρχει ήδη σε μερικά συνήθως ιδιωτικά σχολεία, η αγωγή του λόγου.
Επομένως πρώτα – πρώτα ξεκινάμε από την αντίληψη. Λέμε ότι πρέπει να είναι ο καταρτισμένος δάσκαλος, πρέπει να είναι το σύστημα το κατάλληλο διδασκαλίας, ο χρόνος ο απαιτούμενος για τη διδασκαλία και η αξιοποίηση των πάντων μεταξύ των οποίων και του διαδικτύου και της εκπαιδευτικής τεχνολογίας. Συνήθως, ιδίως οι άνθρωποι των ανθρωπιστικών επιστημών έχουν ένα φόβο για το διαδίχτυο και γενικά για την ηλεκτρονική προσέγγιση. Μπορώ να πω, έχοντας δουλέψει και σε αυτό το χώρο ότι είναι ένα μεγάλο όπλο στα χέρια του εκπαιδευτικού γιατί τα παιδιά είναι πολύ εξοικειωμένα με αυτό το χώρο και μπορείς να δώσεις πράγματα πάρα πολύ σημαντικά και ποιοτικά που δεν μπορείς να το κάνεις με τα συμβατικά μέσα.
ΕΡ.: Υπάρχει ο κίνδυνος η Ευρωπαϊκή Ένωση να λειτουργήσει σαν μια χοάνη μέσα από την οποία να συνθλιβούν και να υποβαθμιστούν οι γλώσσες των μικρών κρατών;
ΑΠ.: Ένας τέτοιος κίνδυνος υπάρχει! Θα πω ότι υπήρχε πάντοτε αλλά τώρα είναι πολύ έντονος. Αυτή η κυριαρχία της Αγγλικής είναι μια μάστιγα πνευματική που μπορεί να εξελιχθεί σε εθνική μάστιγα, σε εκπαιδευτική και παιδευτική μάστιγα όταν δεν στηρίζεται σε αυτό που οι γλωσσολόγοι λένε γλωσσική πολυμορφία. Δηλαδή υποστηρίζουμε ότι πρέπει να υπάρχει δυνατότητα στους μαθητές των σχολείων να προσεγγίζουν με επιλογές περισσότερες ξένες γλώσσες – για τη μητρική μιλήσαμε. Πάντοτε ξεκινάμε από κατάκτηση της μητρικής για να περάσουμε στις ξένες γλώσσες
Να υπάρχει για τις ξένες γλώσσες μια δυνατότητα πολυμορφίας και να μην φτάνει η κατάσταση σ’ ένα γλωσσικό ιμπεριαλισμό μιας γλώσσας η οποία να κυριαρχεί παντού. Δηλαδή αυτό που συμβαίνει πλέον σε επιστημονικά συνέδρια, σε μεγάλη έκταση στον εμπορικό χώρο και εκεί που ανησυχώ, στον πολιτισμό, να κυριαρχεί μια γλώσσα. Δεν έχει σημασία ότι είναι η αγγλική σήμερα. Θα μπορούσε να είναι η Γαλλική ή η Γερμανική. Σημασία έχει ότι είναι μια γλώσσα. Η μία γλώσσα ποτέ δεν είναι για καλό γιατί σκεπάζει όλα τα άλλα. Η γλώσσα είναι ο πιο σύντομος δρόμος για να γνωρίσεις ένα πολιτισμό και ένα λαό. Όταν λοιπόν αυτός ο δρόμος, για μία σειρά γλωσσών, αποκλείεται και κυριαρχεί μία και μόνη γλώσσα προκειμένου η αγγλική κλείνει ο δρόμος για αυτή τη σχέση με τους λαούς και τους πολιτισμούς άλλων χωρών και αυτό είναι ότι χειρότερο μπορεί να συμβεί. Δεν είμαι προσωπικά εναντίον της αγγλικής είμαι εναντίον της μονογλωσσίας και υπέρ της πολυμορφίας. Και κάτι ακόμη πραγματιστικό. Στα μεγάλα πανεπιστήμια έχουμε σχολές γαλλικής φιλολογίας, γερμανικής φιλολογίας, ιταλικής φιλολογίας, ισπανικής φιλολογίας κλπ, στα μεγάλα πανεπιστήμια στην Ελλάδα εν μέρει και στην Κύπρο. Οι άνθρωποι οι οποίοι σπουδάζουν θα μείνουν αναξιοποίητοι; Όχι μόνο άνεργοι αλλά λέω αναξιοποίητοι; Όταν έχεις ένα τέτοιο δυναμικό που μπορεί να σε βγάλει σε πολλές γλώσσες και πολιτισμούς, αυτό το δυναμικό το αξιοποιείς! Εάν κυριαρχεί μόνο μία γλώσσα, τότε αυτό το δυναμικό παύει να υπάρχει.
ΕΡ.: Οι εκπαιδευτικοί του δημόσιου σχολείου μπορούν από μόνοι τους με βάση τα αναλυτικά και ωρολόγια προγράμματα να κρατήσουν ψηλά την ελληνική ή μήπως πρέπει να δοθεί περισσότερη βαρύτητα στην εκμάθηση της; Μήπως πρέπει να αυξηθούν π.χ. οι ώρες διδασκαλίας;
ΑΠ.: Θα συμπληρώσω ότι το θέμα έχει και μια διάσταση ποσοτική, αύξηση ωρών διδασκαλίας, γιατί κακά τα ψέματα. Η γλώσσα θέλει το χρόνο της. Εάν δεν έχεις χρόνο δεν μπορείς να καλλιεργήσεις, να εμβαθύνεις, να εμπλουτίσεις τη γλώσσα. Άρα χρειάζεται μεγαλύτερος χρόνος, αλλά χρειάζεται και το σύστημα και ο καταρτισμένος και επιμορφούμενος δάσκαλος. Την μητρική μας γλώσσα την κατακτούμε σε δύο στάδια από το δεύτερο έτος μέχρι το πέμπτο, σ ένα πρώιμο προ γλωσσικό στάδιο, προγραμματικό (που είναι από γραμματική) και από έξι μέχρι δώδεκα, δηλαδή σε όλο το δημοτικό τελειώνουμε με τη βασική κατάκτηση της γραμματικής και της σύνταξης που είναι η γραμματική περίοδος της γλώσσας. Στο γυμνάσιο και στο λύκειο έχει τελειώσει η κατάκτηση και γίνεται εμπλουτισμός που διαρκεί σε όλη τη ζωή του ανθρώπου. Άρα 5 – 12 θα μάθεις τη γλώσσα και θα την μάθεις από το νήπιο μέχρι, κυρίως όλο το δημοτικό και από εκεί και πέρα, την εμπλουτίζεις. Για να την εμπλουτίζεις λοιπόν και να εμβαθύνεις και να καλλιεργείς χρειάζεται και χρόνος περισσότερος και σύστημα κατάλληλο και δάσκαλος ο ενδεδειγμένος.
ΕΡ.: Μήπως οι συνεχείς αλλαγές στην ορθογραφία, και η μετάβαση από τη καθαρεύουσα στη δημοτική έχουν κάνει πιο δύσκολο τον άριστο χειρισμό της ελληνικής;
ΑΠ.: Ο χειρισμός της γλώσσας και η αξιοποίηση της γλώσσας είναι θέμα παιδείας. Είναι θέμα δηλαδή τι καλλιέργεια γενικότερη έχεις, ώστε να έχεις και ανάγκες γλωσσικές, να εκφράσεις αυτή την καλλιέργεια γιατί αν είσαι απαίδευτος τότε θα είσαι και γλωσσικά ανέκφραστος. Αυτά πάνε μαζί. Επομένως εγείρεται ένα θέμα ποιότητας παιδείας, η οποία εξασφαλίζει και ποιότητα γλώσσας. Γιατί, αν έχουμε σήμερα ένα πρόβλημα και στην Ελλάδα και στην Κύπρο είναι ένα πρόβλημα ποιότητας στη χρήση της γλώσσας. Δεν είναι ότι δεν ξέρουμε Ελληνικά, είμαστε άγλωσσοι, συνήθως χρησιμοποιούν κάποιους χαρακτηρισμούς οι οποίοι είναι ακραίοι.
Δεν συμβαίνει αυτό. Είναι ότι η ποιότητα της γλώσσας μας δεν είναι αυτή που θα μπορούσε να είναι για μια γλώσσα καλλιεργημένη όπως είναι η ελληνική. Για να έχεις ποιότητα όμως στη γλώσσα εκτός από αυτά που είπαμε ( το δάσκαλο, το σύστημα, το χρόνο) προϋποθέτει μέσα στο σύστημα την επαφή σου με τα παλιότερα ελληνικά μας, που έλεγε ο Σεφέρης. Με τη λόγια παράδοση, δηλαδή τη γραπτή καθαρεύουσα και με την αρχαία μας γλώσσα, με τα κείμενά μας. Εάν είσαι αποκομμένος από τη γλωσσική παράδοση, τότε είσαι και γλωσσικά ανάπηρος!
ΕΡ.: Πιστεύετε ότι η κρίση της ελληνικής γλώσσας είναι συνυφασμένη με την οικονομική κρίση;
ΑΠ.: Όχι, δεν θα έλεγα ότι έχει άμεση σχέση η γλωσσική κατάκτηση και καλλιέργεια με τη κρίση. Εάν εννοούμε ότι λόγω της κρίσεως έχουμε προβλήματα στη διδασκαλία και στους εκπαιδευτικού τότε ναι, αλλά ως οντότητες και ως αξίες δεν νομίζω ότι μια περίοδος κρίσεως υποβαθμίζει και τη γλώσσα. Όχι! Για να μην πούμε και κάποιες περιπτώσεις που αυτό το ταρακούνημα, ο συγκλονισμός που παθαίνεις από την οικονομική κρίση, μπορεί να είναι και μια πνευματική αφύπνιση για να ξαναβρείς τα πραγματικές αξίες της ζωής μέσα στις οποίες είναι και η γλώσσα. Καμιά φορά σκύβεις πάνω στα πράγματα γιατί έχεις υποστεί μία καταπληξία, ένα σοκ και αρχίζεις να ξανασκέφτεσαι τα πράγματα. Ένα τέτοιο μπορεί να συμβεί και με τη γλώσσα.
ΕΡ.: Δηλώνετε ικανοποιημένος από τη γνώση της ελληνικής από τους απόφοιτους του Λυκείου οι οποίο εισέρχονται στα πανεπιστήμια και στα ΤΕΙ και αργότερα όταν αποφοιτούν από αυτά;
ΑΠ.: Τα παιδιά μας, οι μαθητές μας είναι θύματα των δικών μας επιλογών. Από τη στιγμή που έχουμε κάνει ένα λύκειο που είναι προθάλαμος φροντιστηριακός του πανεπιστημίου έχουμε αφαιρέσει κάθε δυνατότητα ουσιαστικής καλλιέργειας και στη γλώσσα και γενικότερα στη μόρφωση. Αν έχουν δηλαδή τα παιδιά στην ηλικία 15 με 18 που είναι το λύκειο, μια ηλικία μεγάλης αντιληπτικής ικανότητας, αν έχουν κάποια προβλήματα με τη γλώσσα είναι γιατί θα πρέπει να προετοιμάζονται λυσσωδώς και εις βάρος οποιονδήποτε γνώσεων με ένα τελείως περιοριστικό τρόπο, σε ορισμένα αντικείμενα, όπου η καλλιέργεια της γλώσσας, τα διαβάσματα βιβλίων και γενικότερα αυτή η ποιοτική επαφή με τη γλώσσα λιγοστεύει. Αλλά λιγοστεύει, γιατί εμείς έχουμε επιλέξει το λύκειο να προετοιμάζει και εν πάσει περιπτώσει να είναι προθάλαμος των πανεπιστημίων. Αν αλλάξει αυτό και το λύκειο είναι μια ισχυρή μορφωτική βαθμίδα, όπως πρέπει να είναι, αποσυνδεδεμένο από το πανεπιστήμιο τότε μπορούμε να έχουμε άλλα τελείως αποτελέσματα. Όσο το λύκειο είναι με αυτή τη δέσμευση και την εξάρτηση Ναι γεννάς προβλήματα στη μάθηση της γλώσσας!
Πηγή: dinfo