Θα διαπιστώσεις μιας γυναίκας που μέσα σε 6 μήνες κατέβηκε από τα 90 στα 60 κιλά και παραμένει σ’ αυτά εδώ και πάρα πολλά χρόνια.
Είναι η φίλη μας, Ελένη Τ., και την παρακαλέσαμε να μας πει τι νομίζει ότι έκανε διαφορετικά από όσους και όσες το παλεύουν, αλλά τα παρατάνε, πού δηλαδή βάσει της προσωπικής της εμπειρίας, πιστεύει πως κρίθηκε η επιτυχία της.
Δε ζυγιζόμουν ποτέ. Μέσα στο 6μηνο της δίαιτας ζυγίστηκα τρεις φορές. Μία όταν είδα το δείκτη στο 90 –με το 100 στα δεξιά του σε απόσταση αναπνοής. Εκεί αποφάσισα ότι τέρμα τα ψέματα. Μία σε ένα φαρμακείο –όταν ο δείκτης έγραψε ένα υπέροχο 66. Και μία στο τέλος. Δεν το έκανα σκόπιμα, αλλά γιατί πρώτον δεν είχα ζυγαριά και δεύτερον δε με ενδιέφερε τι λέει η ζυγαριά. Ήθελα να δω μια μέρα τον εαυτό μου στον καθρέφτη και να πω: «Τώρα είσαι ΟΚ». Δεν μπορούσα να ξέρω από πριν πόσα κιλά σήμαινε αυτό. Το ότι δε ζυγιζόμουν, πιστεύω ότι κατά τύχη με βοήθησε να αποφύγω το στενάχωρο συναίσθημα της «κολλημένης ζυγαριάς», τότε που πέφτει ο ρυθμός απώλειας κιλών, πράγμα που κάνει πολλούς να τα παρατάνε
2. Ήμουν αποφασισμένη να το τραβήξω για πάντα.
Τη μέρα που ξεκίνησα δίαιτα, ήμουν σίγουρη ότι ξεκινάω κάτι που δε θα τελειώσει άμεσα. Αναμετρήθηκα με τη σκέψη αυτή. Κατέληξα ότι μεταξύ της αχαλίνωτης απόλαυσης του φαγητού και της απόλαυσης να βλέπω τον εαυτό μου όπως τον ονειρευόμουν, με ενδιέφερε πλέον περισσότερο το δεύτερο. Από απολαυστικό φαγητό είχα χορτάσει, το άλλο μου έλειπε. Το ότι μπήκα στη διαδικασία αυτή ψυχολογικά έτοιμη να μη βγω ποτέ, νομίζω ότι με βοήθησε να κρατήσω τη δίαιτα ως το τέλος –ήρθε πολύ πιο γρήγορα απ’ όσο φανταζόμουν.
3. Δε φόρτωσα στο νέο μου σώμα «μαγικές ιδιότητες».
Ήθελα να αδυνατίσω επειδή μου άρεσε ο χορός, αλλά τα κιλά μου ήταν απαγορευτικά για να τον ξεκινήσω, επειδή μου άρεσε άλλο στυλ ντυσίματος, αλλά τα κιλά μου ήταν απαγορευτικά για να το υιοθετήσω, επειδή είχα κουραστεί απ’ την εικόνα μου και πίστευα ότι εξαρτάται από μένα το αν θα την αλλάξω. Δεν ήθελα να αδυνατίσω για να είμαι ευτυχισμένη, αρεστή, να βρω δουλειά ή να βελτιώσω τις σχέσεις μου με το άλλο φύλο. Παρατήρησα ότι πολλοί υπέρβαροι χρεώνουν στα περιττά κιλά τους το σύνολο των προβλημάτων που τους απασχολούν. Στη συνέχεια τα (άσχετα) προβλήματα παραμένουν άλυτα, οπότε ατονεί το ενδιαφέρον τους να συνεχίσουν την προσπάθεια. Δεν είναι έτσι. Αν ήταν έτσι, όλοι οι αδύνατοι άνθρωποι θα ήταν ευτυχισμένοι, με δουλειές, με όμορφες σχέσεις και αγαπητοί. Η πραγματικότητα απέχει πολύ απ’ αυτό το σενάριο.
4. Δε μίλησα σε κανέναν για την απόφασή μου.
Ήταν μια ανάγκη βαθιά και εσωτερική ωστόσο πολύ κοινότοπη για να θέλω να τη μοιραστώ. Για την ακρίβεια, βαριόμουν να το συζητάω. Επιπλέον δεν ήθελα να γίνεται το θέμα αντικείμενο συζήτησης στην ταβέρνα ή το εστιατόριο –μάλλον δεν ήθελα να «απολογούμαι» αν κάτι στράβωνε στο δρόμο.
5. Αναμετρήθηκα με την τάση για υπερφαγία και νίκησα επειδή έβαζα την κρίσιμη στιγμή το μυαλό μου να δουλέψει.
Ήξερα ότι τρώω πολύ και ήξερα και από ποιες τροφές κινδυνεύω. Δεν τις έβαλα ούτε στο σπίτι ούτε στην τσάντα μου. Δεν άφησα το περιθώριο να υπάρξει το παραμικρό κατρακύλισμα, γιατί απλούστατα φοβόμουν ότι δε θα είχε επιστροφή. Στα κολπάκια του εαυτού μου του στυλ «αγόρασε αυτή τη σοκολάτα και θα την τρως λίγη λίγη μόνο όταν έχεις απόλυτη ανάγκη» δεν τσίμπαγα.
6. Ανακάλυψα ότι η γεύση είναι μνήμη.
Όσο πέρναγαν οι μέρες εξασθένιζε η ανάγκη μου να γευτώ συγκεκριμένες τροφές. Σταδιακά άρχισα να ξεχνάω τι μου άρεσε τόσο πολύ κάποτε στα κρουασάν, τα τσιπς ή την κόκα κόλα. Η δίαιτα αντί να δυσκολεύει γινόταν όλο και ευκολότερη. Όσα παχυντικά, μα αγαπημένα, άφησα τότε πίσω μου, απλώς δεν τα ξαναέβαλα ποτέ στη διατροφή μου.
7. Δεν άλλαξα συνήθειες που έκαναν ευχάριστη την καθημερινότητά μου.
Μου άρεσε να πίνω τον καφέ μου γλυκό αλλά και τα ποτά όταν έβγαινα. Δεν πείραξα αυτές τις συνήθειες που ήταν βασικές για να περνάω ευχάριστα: δίαιτα ήθελα να κάνω, όχι να βυθιστώ στη μιζέρια.
8. Ένας ψυχίατρος σε μια κοινωνική εκδήλωση μου είχε πει κάποτε: «Δεν υπάρχει ψυχολογική πείνα με την έννοια που χρησιμοποιείται συχνά στα media.
Είτε πεινάς επειδή δεν έφαγες, είτε πεινάς επειδή βαριέσαι, είτε πεινάς επειδή σου λείπει κάτι άλλο, η αίσθηση και η απαίτηση του οργανισμού παραμένει ίδια. Το θέμα είναι κάποια στιγμή να μπορέσεις να πεις στον εαυτό σου: «ΟΚ νιώθεις μια κάποια πείνα. Ε και; Θα φας λίγο αργότερα αυτό που έχεις προγραμματίσει».
Μου έκανε πολλή εντύπωση. Με συμφιλίωσε μ’ αυτό που αισθανόμουν αλλά με βοήθησε κιόλας να σταματήσω να χαϊδεύω τον εαυτό μου σ’ αυτό το θέμα. Πώς θα απέτρεπες ένα μικρό παιδί που ζητάει επίμονα δεύτερο παγωτό την ίδια μέρα, αλλά -πώς να το κάνουμε- δεν πρέπει να το φάει; Αυτό έκανα με μένα. Κι είναι κάτι που τήρησα για πάντα.