Είχα να τους δω λίγες μέρες κι όταν μπήκα στο πατρικό μου, ένα απόγευμα Κυριακής, τους βρήκα στην κρεβατοκάμαρα να φτιάχνουν τις ντουλάπες.
Η μητέρα ήταν καθιστή στο κρεβάτι και έδινε εντολές στον πατέρα: στο πάνω ράφι οι μπλούζες, κάτω δεξιά οι κάλτσες, πίσω αριστερά τα παντελόνια.
Έπειτα, ο πατέρα την πήρε στην αγκαλιά του και την μετέφερε στην κουζίνα όπου καθίσαμε όλοι μαζί γύρω από το στρογγυλό τραπέζι. Το γιουβέτσι ήταν ήδη έτοιμο και φτιαγμένο με αγάπη.
Είμαι σίγουρη πως όλο το πρωί, η μητέρα έδινε οδηγίες στον πατέρα για το πώς πρέπει να το μαγειρέψει. «Φτάνει με το αλάτι», «κόψε ένα κρεμμυδάκι ακόμα αγάπη μου, μην το λυπάσαι», «βάλε το φούρνο στους 180», «ώρα να ρίξεις το κριθαράκι».
Όσο ήμουν μικρή, δεν είχα καταλάβει πόσο πολύ αγαπιούνται οι γονείς μου. Ο μπαμπάς μου δούλευε αρκετές ώρες την ημέρα αλλά όταν επέστρεφε σπίτι, καθόμασταν όλοι μαζί γύρω από το στρογγυλό τραπέζι της κουζίνας και μοιραζόμασταν τα νέα μας. Εγώ και τα αδέρφια μου τσακωνόμασταν ποιος θα μιλήσει πρώτος και οι γονείς μου κοιτάζονταν στα μάτια και χαμογελούσαν.
Λίγο πριν σηκωθούμε από το τραπέζι, ο μπαμπάς μου χάιδευε το χέρι της μαμάς μου, της έδινε ένα φιλί στο μάγουλο και την ευχαριστούσε για το δείπνο. Αυτό γινόταν κάθε μέρα. Ήταν μια δική τους, μυστική ιεροτελεστία. Ένα τρυφερό μοτίβο που το έβλεπα από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου μέχρι και που μεγάλωσα και έφυγα από το πατρικό μου.
Το βράδυ, αφού μας έβαζαν για ύπνο, έπεφταν στο κρεβάτι τους κατάκοποι. Αγκαλιάζονταν σφιχτά μέχρι να τους πάρει ο ύπνος κι αυτή, όπως μου είχε εκμυστηρευτεί κάποτε ο πατέρας, ήταν η πιο όμορφη στιγμή της μέρας τους. Πέρασαν όλη τη ζωή τους φροντίζοντας το σπίτι και τα παιδιά τους, χωρίς να γκρινιάζουν που δεν έμενε χρόνος και χρήμα να πάνε στο θέατρο ή σε καμιά ταβέρνα.
Δεν τους θυμάμαι ποτέ να παραπονιούνται ή να είναι μουτρωμένοι. Με το χαμόγελο στα χείλη και μια υπέροχη λάμψη στα μάτια, βάδιζαν πάντα χέρι χέρι και έμοιαζαν ικανοποιημένοι από την κοινή ζωή τους. Μέχρι που μια μέρα η μάνα αρρώστησε…
Από την αρχή καταλάβαμε πως πρόκειται για κάτι σοβαρό που, σύντομα, καθήλωσε την μητέρα μου στο κρεβάτι. Εγώ και τα αδέρφια μου είχαμε ήδη ανοίξει τα φτερά μας για αλλού και το βάρος της φροντίδας της μάνας έπεσε στον πατέρα μου. Όσο κι αν τους παρακαλέσαμε να μείνουμε μαζί τους για να τους βοηθάμε, δεν το δέχτηκαν. Δεν ήθελαν να μας χαλάσουν τις ζωές.
Από τότε, ο μπαμπάς μου δεν έφυγε λεπτό από δίπλα της. Πήρε τη σύνταξή του και τη φρόντιζε από το πρωί μέχρι το βράδυ. Κάθε πρωί τη σήκωνε από το κρεβάτι, ετοίμαζε το πρωινό τους, κι έπειτα της διάβαζε ξανά και ξανά τα αγαπημένα της βιβλία. Εκείνος την έκανε μπάνιο, εκείνος μαγείρευε, εκείνος την νανούριζε τις νύχτες.
«Δεν μπορώ να φανταστώ πόσο δύσκολο πρέπει να είναι να τη φροντίζεις όλη μέρα και να μην μένει λεπτό για τον εαυτό σου», του είπα κάποτε.
«Δεν μου είναι καθόλου δύσκολο!», μου απάντησε χαμογελώντας. «Αυτή η γυναίκα είναι ο άνθρωπός μου. Μου έμαθε να έχω υπομονή, μου έδειξε πώς να είμαι καλός πατέρας και σύζυγος και με έκανε καλύτερο άνθρωπο. Αυτή η γυναίκα είναι η ζωή μου και είναι τιμή μου που μπορώ να τη φροντίζω και να την κάνω να γελά».
Ο πατέρας σέρβιρε το γιουβέτσι και η συζήτηση πήρε φωτιά. Είχα τόσα πολλά νέα να τους πω που δεν ήξερα από πού να αρχίσω! Όσο μίλαγα, οι γονείς μου κοιτάζονταν στα μάτια και χαμογελούσαν. Ήξερα πως είναι περήφανοι για μένα, κι ας μην μου το έλεγαν δυνατά. Μόλις αποφάγαμε, ο πατέρας χάιδεψε τρυφερό το χέρι της μητέρας, τη φίλησε στο μάγουλο και της ψιθύρισε: «ευχαριστώ για το όμορφο δείπνο».
Τους χάζεψα για λίγο κι ύστερα σηκώθηκα να φύγω. Είχε πάει αργά και έπρεπε να κοιμηθούν. Στον δρόμο της επιστροφής, σκεφτόμουν ένα και μόνο πράγμα: «η μόνη αληθινή αγάπη, είναι ο τρόπος που φροντίζει ο μπαμπάς μου την άρρωστη μαμά μου.
Οτιδήποτε άλλο είναι ημίμετρο και συμβιβασμός».
mama365.gr
ΠΗΓΗ: www.newsitamea.gr