Ας γυρίσουμε λίγα χρόνια πίσω. Στα χρόνια της εφηβείας μας συγκεκριμένα. Σίγουρα έχουμε περάσει όλοι την έpωτική εκείνη φάση που θέλαμε να περιγράψουμε στα κολλητάρια μας τι τρέχει με το «αμόρε» και ξεστομίζαμε όλο ενθουσιασμό εκείνη τη χαρακτηριστική, ηλίθια φράση «τα φτιάξαμε» ή «τα έχουμε»
Εντάξει, θα μου πεις, τότε δεν ξέραμε, ήμασταν μικρά, ό,τι ακούγαμε το λέγαμε κι εμείς, έτσι για τη μαγκιά και για την αλητεία. Έλα όμως, που το ίδιο γίνεται και τώρα που μεγαλώσαμε. Λέμε, είμαστε σε σχέση, τα έχουμε. Άντε πάλι αυτό το «τα έχουμε». Τι έχουμε, ρε παιδιά; Τι φτιάξαμε; Γιατί βάζουμε τίτλους και ταμπέλες στα πάντα;
Υπάρχουν, που λέτε, κι εκείνοι οι άνθρωποι οι οποίοι δε θέλησαν ποτέ να ορίσουν καταστάσεις γύρω τους. Εκείνοι οι άνθρωποι που συναντήθηκαν κι απ’ το πουθενά άρχισε να γράφεται η δική τους ιστορία, μια ιστορία αλλιώτικη από αυτές που ακούμε συνήθως. Είναι τα άτομα που απ’ την πρώτη στιγμή κούμπωσαν σαν κομμάτια από παζλ ο ένας με τον άλλον, που τα χαμόγελά τους ήταν συγχρονισμένα, αλλά ποτέ μα ποτέ δεν μπήκαν στην ύπουλη διαδικασία να δώσουν όνομα σε αυτό που ζούσαν.
Ακούνε τις ίδιες μουσικές, μαγειρεύουν ο ένας στον άλλον, πίνουν ωραίο κρασί, κάνουν έpωτα, αλλά δεν υπεραναλύουν –ούτε καν αναλύουν– τη φάση που περνάνε. Τα μηνύματα δεν πάνε κι έρχονται λέγοντας ο ένας στον άλλον πόσο πολύ αγαπιούνται ή πόσο έpωτευμένοι είναι. Η επικοινωνία μέσω τηλεφώνου είναι τυπική και μόνο για να συμφωνήσουν πότε θα βρεθούν.
Δε θα ήθελα να παρερμηνεύσετε αυτό το γεγονός, ωστόσο. Δεν τίθεται θέμα αδιαφορίας. Πρόκειται καθαρά για θέμα ελευθερίας. Είναι ανεξάρτητοι. Δε γαζώνονται ο ένας πάνω στον άλλον σαν να πρόκειται να χορέψουν ταγκό που έχει δύσκολες φιγούρες κι υπάρχει ο κίνδυνος ότι θα πέσουν. Αν πέσει κάποιος απ’ τους δύο θα πέσει μόνος του και μόνος του πάλι θα σηκωθεί.
Σχεδόν σχέση δε σημαίνει σχεδόν ζωή. Όλο αυτό το μυστήριο που πλανάται στην ατμόσφαιρα είναι η μαγιά κι η μαγεία που τους κάνει και τους δυο να αισθάνονται ολοκληρωμένοι. Τα πολλά λόγια κι οι εξομολογήσεις δεν είναι το φόρτε τους. Ως επί το πλείστον δύο τέτοιοι άνθρωποι είναι ελεύθερα πνεύματα και στη ζωή τους γενικότερα.
Ξέρουν ποιοι είναι, ξέρουν πού πατούν, πού βρίσκονται και τι ζητάνε. Δε ζηλεύουν και δεν κάνουν μικροπρέπειες. Όχι, γιατί δεν ποθούν έντονα τον άλλον, αλλά γιατί τα έχουν βρει πολύ καλά με τον εαυτό τους. Κι αυτό φαίνεται.
Την ουσία δεν τη βρίσκουν στο να φορέσουν ταμπέλα στη ζωή τους και τα συναισθήματά τους. Είναι ακομπλεξάριστοι κι απόλυτα συνειδητοποιημένοι. Μοιράζονται το χρόνο μαζί γιατί περνούν γαμάτα και γουστάρουν, κι όχι για να καλύψουν κάθε είδους ανασφάλεια. Η λέξη αυτή δεν υπάρχει καν στο λεξιλόγιό τους. Είναι σίγουροι γι’ αυτό που κάνουν και δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να το καλουπώσουν και να το ορίσουν σαν σχέση.
Και τι σημαίνει σχέση σε τελική ανάλυση; Ποιος την ορίζει; Ο έpωτας, η αγάπη, τα τηλεφωνήματα, οι γκρίνιες, οι ζήλιες κι οι τσακωμοί ή η μονογαμία; Πού υπάρχει γραμμένο το πότε κάποιος είναι «σε σχέση»; Υπάρχουν κανόνες στον έpωτα και στη ζωή;
Ρωτώ, γιατί πιστεύω ότι ο έpωτας ειδικά είναι κάτι άπιαστο, κάτι άυλο, κάτι μαγικό. Φθείρεται όταν πας να τον μεταποιήσεις σε κάτι που πρέπει ντε και καλά να το διαπερνά η λογική που πάντα θα πρέπει να απαντάει στα δικά σου έpωτηματικά του τύπου «τι είμαστε τώρα εμείς, τι έχουμε, πού βαδίζουμε;»
Οι άνθρωποι, λοιπόν, που κρατάνε τις αποστάσεις τους από αυτές τις κομπλεξικές έpωτήσεις, είναι κι αυτοί που έχουν βρει το πραγματικό νόημα σε αυτό που καλούμε έpωτα. Ζουν τις στιγμές και τις κάνουν μοναδικές όπως μόνο εκείνοι ξέρουν.
Δε ζουν στο κενό παρά μόνο δημιουργούν το μυστήριο. Και το μυστήριο πολλές φορές είναι αυτό το βασικό συστατικό που σε κρατά ζωντανό, ενεργοποιεί τη φαντασία σου και σου επιτρέπει να αφεθείς ολοκληρωτικά.
Βάλτε ένα τέλος, τέλος πάντων, στις ταμπέλες και στους ορισμούς και θα δείτε ότι κάποια ζητήματα που πριν σας έμοιαζαν βουνό, ίσως να είναι και πιο απλά απ’ όσο νομίζατε.
Της Ανδριάνας Νίκου