Βασίλης Παλαιοκώστας: Πρόκειται για τον άνθρωπο που είναι άφαντος επί δεκατρία χρόνια. Ο ίδιος κατέγραψε τις δράσεις του σε ένα βιβλίο. Ο φάκελος που έφτασε σε δικηγορικό γραφείο των Αθηνών είχε μία ιδιόχειρη επιστολή. Εκείνη ήταν υπογεγραμμένη με το αποτύπωμα της παλάμης του Παλαιοκώστα. Επίσης, είχε το βιβλίο για τη ζωή του.
Το βιβλίο του
Αυτή είναι η εκδοχή του εκδότη που παρέλαβε μέσω της δικηγόρου του περιεχόμενο του βιβλίου που κυκλοφόρησε την Παρασκευή. Ο τίτλος ήταν «Μια φυσιολογική ζωή: Δράσεις και αποδράσεις ενός επικυρηγμένου». Μέσα από τις σελίδες του ξεδιπλώνονται πολλά επεισόδια από την δράση του «Ρομπέν των Φτωχών» όπως αποκαλούν τον Παλαιοκώστα, δοσμένα από την δική του οπτική.
Συλλήψεις, αποδράσεις, ληστείες, οι απαγωγές των επιχειρηματιών Χαϊτογλου και Μυλωνά, η περίφημη ληστεία της Καλαμπάκας, όλα παρευλάνουν με μια απλή άλλα έντονη γραφή, η οποία «διαταράσσεται» ενίοτε από τον άγνωστο επιμελητή της έκδοσης. Όμως αυτό δεν έχει και τόση σημασία, αφού το περιεχόμενο του βιβλίου που υπογράφει ο άνθρωπος που του έγινε ειδικό αφιέρωμα από το περιοδικό του BBC με τίτλο «The uncachable» δηλ. «ο άπιαστος», είναι εκρηκτικό.
Εκρηκτικό όσο και η ζωή του επικυρηγμένου Παλαιοκώστα. Εκείνον που οι ελληνικές αρχές ακόμη αναζητούν. Δεκατρία χρόνια μετά την κινηματογραφική του απόδραση από τον Κορυδαλλό. Που είναι; Κινείται κάπου εντός των Ευρωπαϊκών συνόρων σύμφωνα με την ΕΛ.ΑΣ. Έχει αλλάξει το πρόσωπό του με πλαστικές. Διαθέτει σίγουρα πλαστή ταυτότητα και διαβατήριο.
Όλα όσα χρειάζεται δηλαδή για να παραμένει ελεύθερος ο άνθρωπος που στις πρώτες σελίδες του βιβλίου το οποίο κυκλοφορεί από τον οίκο «Οι εκδόσεις των Συναδέλφων», γράφει αναφερόμενος στις περιπέτειες του αυτό που πιστεύει: «Απ΄τη στιγμή που το κεφάλι τ’ ανθρώπου ξεπροβάλλει από τον κόλπο της μάνας του, έχει ήδη μπλέξει».
Βασίλης Παλαιοκώστας: «Πες του να πάει να….»
Την άνοιξη του 1990 ο Βασίλης Παλαιοκώστας οργανώνει μαζί με τον Κώστα-δεν αναφέρει επίθετο αλλά προφανώς είναι ο Σαμαράς-και έναν ακόμη συνεργό, την απόδραση του αδερφού του Νίκου από τις φυλακές της Λάρισας. Είναι ένα παράτολμο σχέδιο που περιλαμβάνει την χρήση φορτηγού και δυναμίτη. Όμως στραβώνει σύμφωνα με τα όσα γράφει ο πιο διάσημος έλληνας δραπέτης, εξαιτίας του Κώστα.
«Αντί να ξεκινήσει το φορτηγό μου φώναξε απ’ το παράθυρο για να μου δώσει έναν άλλο μικρότερης εμβέλειας πομπό, κρατώντας κι εκείνος έναν ακόμη. Σκοπός ήταν η μεταξύ μας ενδοεπικοινωνία. Αυτή του η κίνηση την δεδομένη στιγμή ήταν εντελώς αψυχολόγητη. Όμως στο μέλλον θα χρειαζόταν να ξανασυνεργαστούμε. Διαπίστωσα πως όσο καλός ήταν στο σχεδιασμό άλλο τόσο υπολειπόταν στο επιχειρησιακό σκέλος μιας ένοπλης καταδρομικής επιχείρησης».
Λίγες ώρες αργότερα ο Παλαιοκώστας θα συλληφθεί στο χωριό Τερψιθέα. Εκεί μετέβη μαζί με τον Κώστα και τον έτερο συνεργό Θανάση για να παραλάβουν ένα φορτηγάκι που είχαν αφήσει εκεί. Επιστρέφοντας από μια οικοδομή είχε πάει για προσωπική του ανάγκη στο Opel που οδηγούσε βρίσκεται περικυκλωμένος από δέκα άτομα. Δεν έχει όπλο. Δεν μπορεί να κάνει τίποτε. Όταν πέφτουν πάνω του, του περνάνε χειροπέδες στα χέρια. Έπειτα, τον μεταφέρουν σε ένα καφενείο, ενώ πάνω του βρίσκουν την ταυτότητα του. Ακολουθεί ένας απολαυστικός διάλογος μεταξύ των οργάνων και του συλληφθέντα, εμποτισμένος με την τοπική διάλεκτο που χρησιμοποιεί ένας αστυνομικός.
-«Θκιας είν’ η ταυτότητα ρεεε;
-«Έτσι μου είπαν»
-Ου άλους είν’ αυτός ου…πως τουν ειπ’ του κιάντρου;
-«Άμα τον πιάσετε να τον ρωτήσετε».
-Είσι κι ξυπνάκιας εεεε…Στου τμήμα θα μαρτρύσεις του γάλα τσ’ μάνας».
Στον εισαγγελέα και τον ανακριτή
Τον μεταφέρουν στο αστυνομικό τμήμα της Λάρισας και την επομένη μετά τον εισαγγελέα ο Παλαιοκώστας πηγαίνει στον ανακριτή.
«Όταν τελείωσε το τελετουργικό των ερωτήσεων ο ανακριτής άρχισε τη νουθεσία: Είσαι νέος άνθρωπος και δεν σου αξίζει η φυλακή. Με βάση το κατηγορητήριο το μέλλον σου είναι πολύ δυσοίωνο, την ώρα που θα μπορούσες σαν νέος να δημιουργήσεις, να ερωτευτείς, να κάνεις οικογένεια….Κατόπιν μίλησε σε γλώσσα καθαρεύουσα; Νομική; Δεν κατάλαβα απολύτως τίποτα. Νομίζω πως το έκανε επίτηδες, γιατί αμέσως μετά έστρεψε το βλέμμα του στον δικηγόρο μου και του έκανε ένα νεύμα σαν να του ΄λεγε: Μετάφρασε σαν ψάρακα πελάτη σου».
Ο δικηγόρος πήρε τον Παλαιοκώστα πιο πέρα και του είπε πως αν δώσει στοιχεία για να συλληφθεί ο Κώστας θα τον άφηνε ελεύθερο την ίδια στιγμή. Η απάντηση ήταν αναμενόμενη: «Πες του ξετσίπωτου στη γλώσσα του, να πάει να γαμηθεί». Την ίδια ημέρα προφυλακίσθηκε.
Πρώτη απόδραση και ληστεία στην Καλαμπάκα
Οι Φυλακές της Χαλκίδας έμελλαν να είναι το πρώτο σωφρονιστικό ίδρυμα από όπου θα δραπέτευσε αυτός που χαρακτηρίστηκε χρόνια μετά άπιαστος.
Την πραγματοποίησε ανήμερα του 15αυγουστου λίγο μετά τις οχτώ και μισή το βράδυ με έναν αυτοσχέδιο γάντζο που πέταξε στην γωνία δύο τοίχων, ο οποίος όμως έπιασε ένα κουλουριαστό ατσάλινο σύρμα, κοφτερό σαν ξυράφι.
Ο Παλαιοκώστας δεν πτοήθηκε. «Το έπιασα και τα ξυράφια του χώθηκαν ως το κόκκαλο στις παλάμες μου. Όμως ποιος νοιάζεται για λεπτομέρειες. Με τρεις απλωτές πάτησα στον χαμηλό τοίχο και με ένα σάλτο βρέθηκα πάνω στη μεσαία σκοπιά.
-Εεειιι, που πααας; μου λέει ο φύλακας προαυλίου…
-Τώρα θα δεις του απαντώ, πηδώντας στο κενό…».
Έφυγε και δεν σταμάτησε ούτε όταν εμφανίστηκε άλλος ένας φρουρός με αυτόματο που του φώναξε ακίνητος, αλλά πήδηξε μια υποτυπώδη περίφραξη που υπήρχε και έφυγε προς την θάλασσα.
Αυτή ήταν η πρώτη του επιτυχημένη απόδραση, μια από τις πολλές που ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια όταν η δράση του τον έχρισε ως τον Νο1 καταζητούμενο.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 μαζί με τον αδερφό του Νίκο και τον Κώστα θα πραγματοποιήσουν την περίφημη πλέον ληστεία στην Εθνική Τράπεζα της Καλαμπάκας.
Αρχικά η ομάδα θα χτύπαγε στην Πτολεμαϊδα, όμως η κλοπή ενός Νισσάν που τράβηξε για ώρα άλλαξε τα σχέδια και όπως γράφει ο δραπέτης ο Νίκος Παλαιοκώστας έριξε την ιδέα για την Εθνική της Καλαμπάκας.
Η περιγραφή της ληστείας
«Ο Κώστας έμεινε να φυλάει την είσοδο. Εγώ, καθώς προπορευόμουν του Νίκου, βγάζω μια κοντόκαννη και του την πετάω. Την πιάνει στον αέρα. Βγάζω την άλλη κι αρχινά το πανηγύρι.
-Για όποιον δεν κατάλαβε γίνεται ληστεία! Τα λεφτά της τράπεζας ήρθαμε να πάρουμε, όχι τις ζωές σας. Μην μας αναγκάσετε να το κάνουμε. Στην τράπεζα θα ξανάρθουν χρήματα, η ζωή δεν επιστρέφει ποτέ. Φρόνιμα να πάμε όλοι στα σπίτια μας κ.λ.π.
Κατευθύνθηκα στον ταμία και του κόλλησα την κοντόκαννη στο κεφάλι.
-Άνοιξέ το τώρα γιατί το μαθηματικό μυαλό σου θα σκορπίσει σατην αίθουσα».
Ο ταμίας δεν είχε το κλειδί του χρηματοκιβωτίου οπότε επιστρατεύθηκε ο διευθυντής που το είχε για να το ανοίξει και να αποκαλύψει τα πακέτα από πεντοχίλιαρα και χιλιάρικα.
Την ίδια στιγμή που ο Βασίλης γεμίζει τον σάκο ο αδερφός του Νίκος αστειεύεται με τους πελάτες, χαρίζει κομπλιμέντα στις ωραίες κυρίες και όταν τελειώνουν πράττουν το αυτονόητο για τους ίδιους .
«Αφού πρώτα τους ζητήσαμε συγνώμμη για την πρωινή αναστάτωση τους χαιρετήσαμε».
Παρά την κινητοποίηση της Αστυνομίας οι τρεις ληστές διαφεύγουν και φτάνουν σε ένα ξέφωτο για να ξεφορτωθούν το Όπελ που είχαν χρησιμοποιήσει στην ληστεία.
«Μετρήσαμε τα χρήματα και ήταν εκατόν είκοσι πέντε εκατομμύρια δραχμές. Το μεγαλύτερο ποσό που που απέσπασαν εως τότε ληστές από κατάστημα τράπεζας στην Ελλάδα».
Η αρπαγή
Μετά από ένα διάστημα που Βασίλης και Νίκος ήταν φυγάδες στην Ευρώπη τα δύο αδέρφια αποφασίζουν να απαγάγουν τον επιχειρηματία Αλέξανδρο Χαϊτογλου. Τον παρακολουθούν και μαθάινουν την καθημερινή διαδρομή που ακολουθεί από το σπίτι του αφήνοντας πρώτα τα παιδιά του στο σχολείο τους για να μεταβεί μετά στην δουλειά του.
Ήταν μέσα Δεκέμβρη, ένα πρωί με παγωνιά, όταν ο επιχειρηματίας μπήκε στο στενό χαλικόδρομο που οδηγούσε στην εθνική οδό, έχοντας μπροστά του τον Νίκο Παλαιοκώστα να προπορεύεται και τον Βασίλη, να περιμένει σε προκαθορισμένο σημείο μεταμφιεσμένος, με ένα Μπράουνινγκ γεμάτο και δύο εφεδρικούς γεμιστήρες.
«Ο Νίκος σαν καλός οδηγός που σέβεται τον ΚΟΚ, σταμάτησε στη διαστάυρωση να ελέγξει την κίνηση. Ο Χαϊτογλου σαν νομοταγής πολίτης σταμάτησε πίσω από το προπορευόμενο Ραβ. Η πόρτα του συνοδηγού του Όπελ (σ.σ. το αυτοκίνητο του επιχειρηματία) σχεδόν με ακουμπούσε. Την άνοιξα σαν να μην συμβαίνει κάτι. Κάθισα στην θέση του συνοδηγού, πάλι σαν να μην συμβαίνει κάτι! Όμως είχα ήδη το Μπράουνινγκ στο δεξί μου χέρι και του το κόλλησα στα πλευρά.
-Κάνε ότι σου λέω γιατί θα σε εκτελέσω επί τόπου.
Πανικοβλήθηκε. Προσπάθησε να βγάλει τη ζώνη. Τον χτύπησα με την αριστερή παλάμη στο στήθος. Γραπώνοντας ταυτόχρονα τα πέτα του μπουφάν και του πουκαμίσου του, τα πίεσα με δύναμη στο λαιμό του.
-Μην τολμήσεις χλεχλέ! Θα σε σκίσω! Παραδόθηκε».
Επικοινωνία με τον απαχθέντα
Οι δύο απαγωγείς βάζουν τον επιχειρηματία στο πίσω μέρος του τζιπ, αφού πρώτα αρνούνται να πάρουν τα δύο εκατομμύρια δραχμές που κουβαλάει στον χαρτοφύλακά του, τα οποία τους προσφέρει. Η πρώτη επικοινωνία του απαχθέντα με την οικογένειά του θα γίνει λίγη ώρα αργότερα μέσω κινητού τηλεφώνου, όταν ενημερώνει τον αδερφό του Κώστα ότι είναι όμηρος.
Του ζητάει να τηρήσει πιστά τις οδηγίες που θα πάρει και να μην επικοινωνήσει με την αστυνομία και όταν εκείνος το πράττει προσπαθεί αφελώς να αποκτήσει μια κάποια οικειότητα με τα δύο αδέρφια. «Ξέρεις, επειδή είμαι πρόεδρος του Ηρακλή γνωρίζω πολλούς ανθρώπους της νύχτας» ξεκινάει να λέει αλλά δεν τελειώνει την φράση του, αφού ο Νίκος τον αποστομώνει.
«Εμείς φαντασμένε, δεν είμαστε της νύχτας, είμαστε της μέρας: Δεν έχεις να κάνεις ούτε με μπράβους, ούτε με φίλαθλους, έχει να κάνεις με επαγγελματίες. Ανάλογα να φέρεσαι». Κατά την διάρκεια της διαδρομής ο Χαϊτογλου δεν αισθάνεται καλά και τα δύο αδέρφια σταματούν το αυτοκίνητο σε μια φυσική καβάντζα, του μιλούν ήρεμα και τον ηρεμούν, λέγοντας του: «Όποια κι αν είναι η εξέλιξη, γίνει δεν γίνει η δική μας δουλειά, εσύ θα πας σπίτι σου».
Οι συζητήσεις για τα λύτρα
Όταν ξεκίνησαν να ταξιδεύουν πάλι, ο επιχειρηματίας ήταν πολύ πιο ήρεμος παρόλο που πέρασε το πρώτο βράδυ δεμένος μέσα στο αυτοκίνητο πάνω στο οροπέδιο ενός χιονισμένου βουνού. Μετά απ΄πο λίγα 24ωρα ξημερώνει μια Δευτέρα αλλιώτικη από τις άλλες, αφού τα αδέρφια πρόκειται να παραλάβουν τα τρία εκατομμύρια γερμανικά μάρκα και ακολούθως να απελευθερώσουν τον επιχειρηματία.
Ο Νίκος που χειρίζεται την επαφή με την οικογένεια μιλάει στο κινητό μακριά από τον αδερφό του και τον επιχειρηματία, επειδή ο τελευταίος στρεσάρεται. Μόλις κλείνει το τηλέφωνο ανακοινώνει ότι τελικά δέχθηκε τα λύτρα να είναι διακόσια εβδομήντα εκατομμύρια δραχμές, λιγότερα δηλαδή από το ποσό που είχε συμφωνηθεί. Ο Βασίλης γίνεται έξαλλος γι’ αυτή την υποχώρηση και κυρίως επειδή ο αδερφός του συμφώνησε χωρίς πρώτα να το συζητήσει μαζί του, αλλά τελικά ηρεμούν.
Η χαρά του Αλέκου
Ο Κώστας Χαϊτογλου έφτασε στη Λαμία γύρω στις εννιά η ώρα το βράδυ, ακολούθησε το δρόμο προς την Άμφισσα, πέρασε το πρώτο βενζινάδικο, έστριψε δεξιά στον πρώτο χωματόδρομο όπως του είχαν πει οι απαγωγείς και μετά από πενήντα μέτρα έφτασε στο γεφυράκι που θα άφηνε τα λύτρα.
Μόλις έφυγε ο Νίκος και ο Βασίλης πήραν τα χρήματα και κατεθύνθηκαν με προεπιλεγμένο δρομόλόγιο προς την Καρδίτσα. «Μπήκαμε στην πόλη της Καρδίτσας και αφήσαμε τον Αλέκο στο ΚΤΕΛ της πόλης. Ήταν φανερά χαρούμενος, μας αποχαιρέτησε δια ασπασμού πετώντας το πλέον αμίμητο: «Παιδιά, αν δεν κόστιζε τόσο πολύ θα ήθελα μαι ακόμη περιπέτεια». Ο Βασίλης του απάντησε άμεσα: «Μην ανησυχείς, κάνουμε σκόντο».
Η απαγωγή του Μυλωνά
Επιστροφή στις απαγωγές
Ο Βασίλης χρόνια μετά θα επιστρέψει στις απαγωγές, στοχεύοντας αυτή την φορά τον ιδιοκτήτη της Αλουμίλ Γιώργο Μυλωνά, χωρίς τον Νίκο στο πλευρό του. Αυτή την φορά είχε άλλους συνεργούς, αλλά αυτή η απαγωγή αποδείχτηκε πολύ πιο δύσκολη από του Αλέξανδρου Χαϊτογλου, αφού έγινε σχεδόν μπροστά στα παιδιά και την γυναίκα του επιχειρηματία.
Ήταν ένα βράδυ που επέστρεφαν από μια εκδήλωση στην νέα τους κατοικία και όταν έφτασαν ο Παλαιοκώστας και οι συνεργοί του ανέλαβαν δράση. «Τον τσάκωσα από το μπράτσο και σπρώχνοντάς τον στο πίσω κάθισμα του είπα με φωνή που δεν επιδέχεται παρερμηνείες.
-Έλα Μυλωνά…Πάμε μια βολτίτσα»
Παρά το αρχικό σοκ και την απορία του ο βιομήχανος ακολουθεί τελικά την μοίρα του, οδηγώντας ο ίδιος το αυτοκίνητό του, αφού ο Παλαιοκώστας δεν μπορούσε να το βάλει μπροστά. Λίγη ώρα μετά εγκαταλείπουν το αυτοκίνητο και ένας από την ομάδα ειδοποιεί την σύζυγο του επιχειρηματία που θα την βρει, μαζί με τα αιτήματα των απαγωγέων.
Οι ρωτήσεις του Μυλωνά
-Γιατί εμένα βρε παιδιά και όχι κάποιον άλλον;
-Σε είδαμε αλευρωμένο και σε περάσαμε για Μυλωνά, τον πείραξα.
-Όχι, αλήθεια ρωτάω για τα κίνητρα, μήπως μπορώ να βοηθήσω, επέμεινε.
-Μην ανησυχείς, θα βοηθήσεις με τα λεφτά σου Γιώργο.
Ο Παλαιοκώστας οδηγεί τον επιχειρηματία σε μια αποθήκη, η οποία έχει διαμορφωθεί σαν σπίτι και οι επόμενες μέρες κυλούν ήσυχα, αφού ο απαχθείς δεν τους δημιουργεί προβλήματα. Τα λύτρα θα παραδοθούν από την σύζυγο του Μυλωνά, Νέλλη, η οποία λαμβάνει συγκεκριμένες οδηγίες από τους απαγωγείς, τις οποίες αφήνουν σε μια πυροσβεστική φωλιά έξω από την κατοικία του ζεύγους.
Την πρώτη φορά εξαιτίας ενός λάθους η παράδοση δεν γίνεται, την δεύτερη όλα θα πάνε καλά και τα λύτρα θα φτάσουν στα χέρια του επονομαζόμενου και Ρομπέν των φτωχών. Μόνο που υπάρχει ένα πρόβλημα. Αντί για τριάντα εκατομμύρια ευρώ το ποσό είναι δέκα εκατομμύρια οχτακόσιες χιλιάδες ευρώ και συνοδεύεται από ιδιόχειρη επιστολή της Νέλλυς Μυλωνά με εξηγήσεις.
Ο Παλαιοκώστας σκέφτηκε πολύ και συζήτησε με τον ίδιο τον Μυλωνά που του είχε πει να μην περιμένει πάνω από δέκα εκατομμύρια γιατί όλα τα κέρδη επενδύονταν στην επιχείρηση. Την επόμενη μέρα είχε έρθει η ώρα της απόφασης.
-Μυλωνά…Θα σου κάνω μια ερώτηση κι από την απάντηση που θα δώσεις θα κριθεί η ζωή σου. Θες να πεθάνεις ή να πας σπίτι σου;
Φωτίστηκε το πρόσωπό του…κατάλαβε.
-Να πάω σπίτι μου βρε παιδιά…
Λίγες ώρες αργότερα, στη περιοχή των Γιαννιτσών, ο Παλαιοκώστας έβγαλε το κάλυμμα των ματιών από τον επιχειρηματία, του έδωσε ένα κλειδί αυτοκινήτου και του είπε:
-Ακολούθα τον χωματόδρομο χωρίς να κοιτάξεις πίσω σου. Στο τέρμα του δρόμου θα βρεις ένα αυτοκίνητο να πας σπίτι σου» και καταλήγει γράφοντας: «Εκεί χώρισαν οι δρόμοι μας».